Ο μύθος του Ηρός στην πλατωνική Πολιτεία
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Από τον Αντώνη Κυριαζή
Από τις αρχαιότερες γνωστές επιθανάτιες εμπειρίες είναι η αλληγορία του Ηρός την οποία αναφέρει ο Πλάτωνας στο 10ο βιβλίο της “Πολιτείας”. Εδώ παρατίθεται η αφήγηση του Σωκράτη, με σημειώσεις στο τέλος του άρθρου.
Τα δύο αδέλφια, ο Θάνατος και ο Ύπνος, μεταφέρουν τον νεκρό του Σαρπιδώνα στον Άδη. Επιβλέπει ο ψυχοπομπός Ερμής. Ερυθρόμορφος κρατήρας του 515 π.Χ. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.
v
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα σου πω την ιστορία ενός γενναίου ανθρώπου, του Ηρός, του γιου του Αρμένιου, από την Παμφυλία. Ο άνθρωπος αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο, κι όταν την δέκατη μέρα σήκωσαν τους νεκρούς, σε αποσύνθεση πια, αυτόν τον βρήκαν άθικτο. Τον πήγαν στον τόπο του για να τον θάψουν, και την δωδέκατη μέρα από τον θάνατό του, εκεί που τον είχαν πάνω στην πυρά, αυτός ξαναζωντάνεψε και, επιστρέφοντας πάλι στη ζωή, ανιστορούσε όσα είδε εκεί.
Είπε ότι σαν βγήκε η ψυχή του, πορεύτηκε με άλλους πολλούς κι έφθασαν σ’ έναν δαιμόνιο-θείο τόπο, όπου υπήρχαν δύο χάσματα της γης, όπου το ένα συγκρατούσε το άλλο, και ακριβώς αντίκρυ τους στον ουρανό υπήρχαν άλλα δύο χάσματα. Μεταξύ των χασμάτων αυτών κάθονταν οι δικαστές (Μίνως, Ραδάμανθυς, Αιακός), οι οποίοι έκριναν τις αφικνούμενες ψυχές. Μόλις τελείωνε η κάθε δίκη, έδιναν την άδεια στις δίκαιες και ενάρετες ψυχές να πάρουν τον δρόμο που ήταν δεξιά και οδηγούσε προς τον ουρανό αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν μια χρυσή πινακίδα μπροστά τους η οποία έγραφε την απόφαση. Στις ψυχές που έζησαν εγωκεντρικά και μη ενάρετα κρεμούσαν μια πινακίδα στην πλάτη που έγραφε όλες τις πράξεις που είχαν κάνει στον θνητό τους βίο.
Όταν παρουσιάστηκε και αυτός στους δικαστές, έμαθε ότι δεν θα δικαζόταν, καθώς είχε γίνει κάποιο λάθος, η αποστολή του όμως ήταν να γίνει αγγελιαφόρος και να πει στους ανθρώπους ό,τι συνέβαινε εκεί. Και του έδωσαν την εντολή να ακούσει και να κοιτάει με προσοχή τα πάντα σ’ εκείνο τον τόπο.
Είδε έτσι εκεί τις ψυχές που έφευγαν μέσα από τα δύο ανοίγματα του ουρανού και της γης, αφού είχαν πια κριθεί, ενώ στα δύο άλλα ανοίγματα έβλεπε άλλες ψυχές, από το ένα να ανεβαίνουν, ερχόμενες από τη γη λερωμένες και βουτηγμένες στη σκόνη, και από το άλλο άλλες ψυχές να κατεβαίνουν από τον ουρανό καθαρές.
Και οι ψυχές που έφταναν κάθε φορά έδιναν την εντύπωση πως έρχονταν από δρόμο μακρινό, και με ευχαρίστηση τραβούσαν κατά το λιβάδι κι εκεί κατασκήνωναν, όπως σε ένα πανηγύρι. Και χαιρετούσαν η μια με την άλλη, όσες γνωρίζονταν, κι αυτές που έρχονταν από τη γη ζητούσαν να μάθουν από τις άλλες για τα πράγματα εκεί. Εκείνες πάλι που ερχόταν από τον ουρανό ρωτούσαν τις άλλες για τα δικά τους. Κι ανιστορούσαν οι μεν στις δε, άλλες κλαίγοντας και οδυρόμενες, καθώς ξαναθυμόντουσαν όσα είδαν κι έπαθαν στην πορεία τους κάτω στη γη –κι η πορεία αυτή είχε κρατήσει χίλια χρόνια [1]– κι οι άλλες πάλι που έφταναν από τον ουρανό διηγούνταν όσα ευχάριστα δοκίμασαν εκεί και την άφατη ομορφιά που είχαν αντικρύσει.
Υπήρχαν πολλά πράγματα, Γλαύκων, και θα ’παιρνε χρόνο πολύ να τα διηγηθεί κανείς. Το ποιο σπουδαίο όμως που είπε είναι μ’ ένα λόγο τούτο. Για όσες αδικίες διέπραξαν, ο καθένας τους, και για όσους αδίκησαν, πλήρωσαν για όλα με την τιμωρία που έπρεπε, δέκα φορές για το καθένα, δηλαδή από εκατό χρόνια, [2] γιατί τόσο είναι το διάστημα της ανθρώπινης ζωής, ώστε το τίμημα που κατέβαλαν να είναι δεκαπλάσιο από το αδίκημα. Αν κάποιοι, λόγου χάρη, έγιναν η αιτία για τον θάνατο πολλών ανθρώπων, είτε επειδή πρόδωσαν πολίτες ή στρατόπεδα είτε πάλι επειδή είχαν ρίξει ανθρώπους στη σκλαβιά ή ήταν συνένοχοι για κάποια άλλη δυστυχία, για όλα αυτά, έλεγε, πλήρωναν με δεκαπλάσια οδύνη το κάθε τους κρίμα, κι από την άλλη, αν είχαν κάνει κάποιες καλοσύνες κι αν είχαν φανεί δίκαιοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ίδια αναλογία την ανταμοιβή τους. [3]
Μίλησε επίσης και για όσους πέθαναν μόλις γεννήθηκαν και για όσους έζησαν λίγο, αλλά δεν αξίζει να αναφερθούμε σ’ αυτά. Και για την ασέβεια ή τον σεβασμό απέναντι στους θεούς και τους γονείς, καθώς και για όσους σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια, οι αντίστοιχες πληρωμές, έλεγε, είναι ακόμη πιο μεγάλες.
Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε. Είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και πολλά άλλα ανοσιουργήματα.
v
Η Κλωθώ, μια από τις τρεις Μοίρες που καθορίζουν και περιπλέκουν τις ανθρώπινες τύχες.
v
Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε: «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματά μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι. Ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια και αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από εκείνους τους αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω.
»Εκεί υπήρχαν άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στεκόταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από τον δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους επάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο». [4]
Κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που ’χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως και ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει. Κι ήταν μεγάλη η χαρά να ’ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς ανέβαιναν πάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ήταν ανάλογες… [5]
Ο Ηρ πριν επιστρέψει, είδε εκείνους που ήταν έτοιμοι να ξαναγεννηθούν, να πορεύονται μέσα σε φοβερή και πνιγηρή ζέστη προς την πεδιάδα της Λήθης, μια έρημο δίχως φυτά και δέντρα. Όταν βράδιασε, κατασκήνωσαν στις όχθες του ποταμού Αμέλητα, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να κρατήσει. Όλοι ήταν υποχρεωμένοι να πιουν κάποια ποσότητα από το νερό και μερικοί δεν είχαν τη σύνεση να συγκρατηθούν και να μην πιουν περισσότερο. Γιατί όποιος πιει, ξεχνάει τα πάντα. [6] Στον ίδιο τον Ηρ δεν επετράπη να πιει από το νερό και ξαφνικά ξύπνησε το πρωί για να δει ότι ήταν πάνω στη νεκρική πυρά και ότι μπορούσε πια να θυμηθεί όλα όσα είχε ακούσει και είχε δει…
ν
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εννοεί τη μετενσάρκωση, η οποία ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες ως μεταγγισμός ή παλιγγενεσία. Σύμφωνα με τη δοξασία αυτή, ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει πολλές φορές στη γη, ώσπου να τελειοποιηθεί και να υπερβεί την ανθρώπινη φύση. Μερικοί λένε ότι συνολικά υπάρχουν για τον καθένα 777 μετενσαρκώσεις που διαρκούν περίπου ένα εκατομμύριο χρόνια. Χίλια χρόνια είναι το διάστημα μεταξύ δύο γεννήσεων.
2. «Από εκατό χρόνια». Δηλαδή κάθε βαρύ αμάρτημα το ξεπληρώνει κανείς, σαν τιμωρία, με μια ενσάρκωση στη γη.
3. Υπάρχει καλό και κακό κάρμα, δηλαδή ανταμοιβή ή τιμωρία ανάλογα με τις πράξεις μας. Και τα δύο επαναφέρουν τον άνθρωπο σε ενσάρκωση στη γη, είτε για να εισπράξει είτε για να πληρώσει. Το αντίθετο λέγεται ντάρμα, όταν δηλαδή ο άνθρωπος ξεφεύγει από τον τροχό των επαναγεννήσεων. Για να μην έχεις ούτε καλό κάρμα, πρέπει όταν κάνεις μια καλή και ωφέλιμη πράξη να την ξεχνάς και να μην ζητάς ανταμοιβή. Δεν το κάνεις θέμα, ούτε το δημοσιοποιείς.
4. Στο μεταθανάτιο πεδίο ύπαρξης δεν υπάρχουν ούτε τιμωρίες ούτε ανταμοιβές. Η κόλαση (με την έννοια της τιμωρίας) βρίσκεται εδώ και ο παράδεισος (με την έννοια της ανταμοιβής) βρίσκεται επίσης εδώ. (Βλ. προηγούμενη σημείωση). Ο Άδης (που σημαίνει “αόρατος”) ήταν η χώρα των σκιών, η χώρα των φαντασμάτων. Μια από τις περιοχές του ήταν τα Τάρταρα, ένας τόπος απόλυτου σκότους, όπου η ψυχή βυθιζόταν σ’ έναν χωρίς όνειρα ύπνο. Κρίνοντας από την αλληγορική περιγραφή των διαφόρων τιμωριών που επιβάλλονταν εκεί, ο τόπος ήταν καθαρά καρμικός. Ο Άδης δεν ήταν ούτε η κόλαση, όπως επιμένουν να διδάσκουν οι μεταγενέστερες θρησκείες, ούτε τα Ηλύσια Πεδία, αλλά ένας τόπος όπου αποδιδόταν δικαιοσύνη και τίποτε περισσότερο. Μπορούσε κανείς να φτάσει σ’ αυτόν μόνο διασχίζοντας τον ποταμό έως την “άλλη όχθη”, περνώντας δηλαδή τον ποταμό Θάνατο και αναγεννώμενος άλλη μια φορά για ευτυχία ή δυστυχία. Ως ευτυχία δεν εννοείται η διαρκής ηδονής, αλλά η μικρότερη δυνατή δυστυχία.
5. Με τούτο ο Πλάτωνας θέλει να πει ότι τα βάσανα, οι δυστυχίες και οι πόνοι δημιουργούνται όταν επικρατεί το ανθρώπινο στοιχείο και εξορίζεται το ουράνιο μέσα από τον άνθρωπο.
6. Ενώ η πεδιάδα της Λήθης (ή λιβάδι της Άτης) ήταν γνωστή στους προσωκρατικούς, το όνομα Αμέλης (απ’ όπου και η λέξη αμέλεια) που έδωσε ο Πλάτωνας στον υπόγειο ποταμό, όπου έρχονται οι ψυχές να πιουν νερό και χάνουν κάθε θύμηση, δεν το ξαναβρίσκουμε πριν από την Πολιτεία σε καμιά άλλη περιγραφή του κόσμου των νεκρών. Φυσικά δεν υπάρχει κάποιος τέτοιος ποταμός στο μεταθανάτιο πεδίο. Ποια είναι επομένως η σωστή σημασία αυτής της λέξης; Σύμφωνα με τον Πρόκλο (Εις Πλάτωνος Τίμαιον Υπόμνημα, 38 b), η ψυχή βρίσκει την τελείωσή της και απαλλάσσεται από την υποχρέωση των επανενσαρκώσεων, όταν ο άνθρωπος αποκτήσει πλήρη και ολοκληρωμένη γνώση του εαυτού του και των πραγμάτων, ξαναθυμηθεί δηλαδή καθένα από τα πράγματα που αποτελούν δέκα ή είκοσι ανθρώπινες ζωές. Αυτό αποκαλείται μελέτη μνήμης και επιμέλεια ψυχής, και αυτή η μελέτη είναι το αντίθετο της αμέλειας και της λησμονιάς. Επομένως ο ποταμός Αμέλης δεν είναι παρά ο χρόνος που ρέει και η ροή όλων των ενύλων πραγμάτων. Ο άνθρωπος είναι σαν το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων, «ρέον αεί και μη στέγον, ώσπερ αγγείον φθοράς και γενέσεως». Ο Πλούταρχος προσθέτει πως η αναλλοίωτη ύπαρξη ονομάζεται Απόλλων, ενώ η ροή του γίγνεσθαι Πλούτων. Τον Απόλλωνα τον συνοδεύουν οι Μούσες και η Μνημοσύνη, τον Πλούτωνα η Λήθη και η Σιωπή (Περί του Ει του εν Δελφοίς, 392 κ.ε.).