Ποίηση: το αρχέγονο τραγούδι των Σειρήνων
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ | 1/2
Posted by Youmagazine Staff
7ος και 6ος: δύο αιώνες αρχαίας ελληνικής ποίησης
Οι άγνωστοι αρχαίοι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. που επηρέασαν με το έργο τους καθοριστικά τους μετέπειτα δημιουργούς.
Αλκαίος και Σαπφώ. Λεπτομέρεια από αττικό κρατήρα (480-470 π.Χ.). Πηγή: Supplied
v
ΣΥΝΗΘΩΣ, όταν γίνεται λόγος για αρχαία ελληνική ποίηση, το πρώτο και πολλές φορές το μοναδικό όνομα που ανακαλείται στη μνήμη των περισσότερων ανθρώπων είναι εκείνο του παγκοσμίως γνωστού, κορυφαίου Έλληνα επικού ποιητή: του Ομήρου, φυσικά. Δευτερευόντως του Ησίοδου. Σε ό,τι αφορά δε τις γυναίκες δημιουργούς, η Σαπφώ φαίνεται να μονοπωλεί τον χώρο του πνεύματος.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι δυνατόν μια εποχή όπως αυτή, που ανέδειξε τους αποκαλούμενους επτά σοφούς, να χαρακτηρίζεται από ποιητική πενία; Ασφαλώς όχι. Πώς θα ήταν δυνατόν τα θρυλικά έπη του Ομήρου να μην αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τους μεταγενέστερους, σε μια περίοδο μάλιστα που ο αρχαίος ελληνικός κόσμος ακολουθούσε ανοδική πορεία, οδεύοντας σταθερά προς τον Χρυσό Αιώνα του; Ωστόσο, ονόματα όπως Τέρπανδρος, Αλκμάν, Μίμνερμος, ή Μυρτίς, Κόριννα και Μπιλίτις είναι λιγότερο γνωστά, έως εντελώς άγνωστα.
Ας δούμε εν συντομία όλους όσους τίμησαν με το έργο τους το αρχέγονο τραγούδι των Σειρήνων.
v
Τέρπανδρος και Καλλίνος
Από τους πρώτους που επηρεάστηκαν από τα ομηρικά έπη θεωρούνται οι Τέρπανδρος και Καλλίνος, οι οποίοι άκμασαν την ίδια περίπου περίοδο, δηλαδή γύρω στο 675. Στον Τέρπανδρο, μουσικό και λυρικό ποιητή από τη Λέσβο, αποδιδόταν η εφεύρεση της επτάχορδης λύρας, καθώς και η ανάπτυξη του κιθαρωδικού νόμου: μονωδίας με τη συνοδεία λύρας. Γι’ αυτό και ονομάστηκε «πατέρας της μουσικής». O Καλλίνος, από την άλλη μεριά, είναι ο πρώτος Έλληνας ελεγειακός ποιητής. Έζησε στην Έφεσο την εποχή που οι Κιμμέριοι επέδραμαν κατά των ελληνικών αποικιών στα παράλια της Μικράς Ασίας. Με το έργο του προσπάθησε να παροτρύνει τους συμπατριώτες του να υπερασπίσουν την πατρίδα τους.
v
Αρχίλοχος και Σημωνίδης
Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, άκμασαν οι Αρχίλοχος και Σημωνίδης ο Αμοργίνος, κοινά χαρακτηριστικά της ποίησης των οποίων θα λέγαμε ότι είναι μια κάποια απαισιοδοξία, καθώς και μια σκωπτική διάθεση. Ωστόσο, το έργο τους διαφέρει σημαντικά, από θεματολογική τουλάχιστον άποψη. Ο Σημωνίδης ο Αμοργίνος, για τον οποίο λίγα είναι γνωστά, ήταν ιαμβικός ποιητής. Γεννήθηκε στη Σάμο γύρω στο 680 π.Χ., και άκμασε περί το δεύτερο μισό του 7ου π.Χ., αλλά μετά παρέμεινε στην Αμοργό. Διακωμώδησε ποιητικά σχεδόν τα πάντα και το αριστούργημά του είναι ο ίαμβος «Κατά Γυναικών».
O Αρχίλοχος από την Πάρο, που θεωρείται δημιουργός του έντεχνου ιάμβου και γι’ αυτό ανακηρύχτηκε ήρωας, βρήκε στην ποίηση ένα μέσον για να εκφράσει τα προσωπικά βιώματά του και, ως προς αυτό, θεωρείται ότι καινοτόμησε, επηρεάζοντας καθοριστικά τους μετέπειτα δημιουργούς. Με τον Αρχίλοχο ξεκινά η μελέτη αυτού του τόσο ζωτικού συναισθήματος του ανθρώπου, του ερωτικού:
τέτοια λαχτάρα για έρωτα, μες την καρδιά μου
γλίστρησε, που τα μάτια μεγάλη
σκέπασε σκοτεινιά, διώχνοντας τη λογική
από το κεφάλι μου…
και βίαια να ριχτώ στο αιδοίο της, την κοιλιά μου
να πιέσω στην κοιλιά της, και τα μεριά της
πάνω στα μεριά μου…
Από την προσωπική ζωή του Αρχίλοχου στην Πάρο δεν γνωρίζουμε πολλά, πέρα από την ιστορία του διαλυμένου αρραβώνα του με μια κοπέλα που αγαπούσε. O ποιητής αντιμετωπίζει με χιούμορ τον έρωτά του με την Κλεοβούλη, που μόνο μια φορά μπόρεσε ν’ αγγίξει το χέρι της:
…τόσο μοσχοβολούσαν
τα μαλλιά και το στήθος της, που ακόμη
κι ένας γέρος θα την ερωτευόταν…
Παρ’ όλα αυτά, όμως, πατέρα Δία,
δεν ήτανε γραφτό μου ο γάμος…
Έχοντας γίνει μισθοφόρος, για ένα διάστημα, από ανάγκη για να ζήσει, αντιμετωπίζει χιουμοριστικά την κατηγορία ότι υπήρξε «ρίψασπις»:
Κάποιος Σάιος θα χαίρεται με την ασπίδα
που, όπλο άμεμπτο, παράτησα άθελά μου
δίπλα σε θάμνο, ξεφεύγοντας ο ίδιος τον θάνατο.
Στα τσακίσματα ας πάει η ασπίδα εκείνη!
Γοργά άλλη θ’ αποκτήσω, όχι χειρότερή της…
Όμως, αν και βρίσκεται πλησιέστερα στις χθόνιες και οργιαστικές λατρείες, οι αναφορές του στους Ολύμπιους είναι περισσότερες στους σωζόμενους στίχους του:
Εμπιστέψου τα όλα στους θεούς· γιατί πολλές φορές
ορθώνουν απ’ τη μαύρη γη αυτούς που η δυστυχία
τους τσάκισε, κι όμοια συχνά ρίχνουν ανάσκελα όποιους
φαίνονταν ότι στέκονταν στα πόδια τους γερά.
Έπειτα, πλήθος πέφτουνε σε κάποιον οι συμφορές
και τριγυρίζει εδώ κι εκεί, τη ζωή του να κερδίσει
γυρεύοντας, και μοιάζοντας σάμπως παραλοϊσμένος.
Για τον Αρχίλοχο, όλα βρίσκονται στα χέρια των θεών. O άνθρωπος δεν είναι ανεξάρτητος, δεν είναι ελεύθερος, δεν μπορεί επομένως να επαναστατήσει εναντίον των θεών: η μέγιστη ανθρώπινη σοφία του θα ’ναι αν γνωρίσει αυτόν ακριβώς τον ύψιστο ρυθμό που κυβερνά τον κόσμο. Το μόνο που βρίσκεται στα χέρια του είναι η αξιοπρέπειά του, που μπορεί να τη διαφυλάξει μόνο με το μέτρο – το σωκρατικό «μηδέν άγαν»:
Καρδιά, καρδιά μου, που πολλές σε βασανίζουν θλίψεις,
ορθώσου και το στήθος σου στρέφοντας στον εχθρό
υπερασπίσου, κι ως να ’ρθει κοντά, περίμενές τον,
καλά πρώτα αφού ασφαλιστείς. Αλλά ούτε τη χαρά σου
να δείξεις με φωνές, ανίσως τον νικήσεις,
μήτε να δέρνεσαι
στο σπίτι σου πεσμένος χάμω, ανίσως νικηθείς –
μα τις χαρές να χαίρεσαι με μέτρο κι η λύπη σου
στη συμφορά υπερβολική να μην είναι: πρέπει να μάθεις
ποιος ρυθμός κυβερνά τις υποθέσεις των ανθρώπων.
Για τον Σημωνίδη, από την άλλη πλευρά, η ποίηση ήταν επίσης ένα μέσον για να προβάλει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του γύρω από το νόημα της ζωής, ενώ με τις χαρακτηρολογικές αναλύσεις του –όπως στην περίπτωση του δεύτερου εκτενέστερου αποσπάσματος που έχει σωθεί από το έργο του– περιγράφει, με κάθε άλλο παρά κολακευτικό τρόπο, τους διάφορους τύπους ανθρώπων που, σύμφωνα με τη θεωρία του, κατάγονται από διάφορα ζώα!
Γιατί όλα είναι κατώτερα από το έργο των θεών…
v
Απόλλων κιθαρωδός. Ψηφιδωτό από την οικία του Διόνυσου, στην Πάφο της Κύπρου
(1ος/2ος αι. μ.Χ.). Πηγή: Flickr
v
Τυρταίος
Ένας άλλος κορυφαίος ελεγειακός ποιητής, ο οποίος όμως έζησε και έδρασε στη δημοκρατική Σπάρτη κατά τη διάρκεια του B΄ Μεσσηνιακού Πολέμου, είναι ο Τυρταίος. Στο πνεύμα του Καλλίνου, ο Τυρταίος ενθάρρυνε με τους στίχους του τους Σπαρτιάτες, εκθειάζοντας τη γενναιότητα στον πόλεμο, την οποία θεωρούσε ως το κατεξοχήν χαρακτηριστικό γνώρισμα του άντρα.
v
Αλκμάν και Θαλήτας
Με τον Αλκμάνα εγκαινιάζεται ουσιαστικά ένα πιο ανάλαφρο και χαρμόσυνο ποιητικό είδος. Στον αντίποδα του συμπατριώτη του Τυρταίου, ο Αλκμάν, χορικός λυρικός ποιητής που άκμασε περί το 630 –διαρκούντος δηλαδή του B΄ Μεσσηνιακού Πολέμου– δεν καταπιάστηκε με τη ζοφερή τότε πολιτική επικαιρότητα, αλλά με τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε περιόδους ειρήνης, όπως λατρευτικές ή γαμήλιες τελετές κ.ά. Το περιφημότερο σωζόμενο απόσπασμα είναι από παρθένειον –τραγούδι για χορωδία κοριτσιών– και βρέθηκε σε αιγυπτιακό πάπυρο.
O Θαλήτας, από τη Γόρτυνα της Κρήτης, πήγε στη Σπάρτη το πρώτο μισό του 7ου αιώνα με σκοπό ν’ απαλλάξει τους Σπαρτιάτες από την πανούκλα, κατευνάζοντας με την ποίησή του τους θεούς. Συνέθεσε παιάνες (λατρευτικούς ύμνους προς τον Απόλλωνα) και υπορχήματα (τραγούδια που χορεύονται). Από τα έργα του δεν διασώζεται τίποτε.
v
Μίμνερμος
Σύγχρονος του Αλκμάνα, ο Μίμνερμος, από την Κολοφώνα της Ιωνίας, έφτασε την ελεγεία –την ποίηση με συνοδεία αυλού– στο απόγειό της. Στα ποιήματά του εξυμνεί τον έρωτα και στοχάζεται πάνω στον κύκλο της ανθρώπινης ζωής, εκφράζοντας μέσα από την επαναστατική ποίησή του τη θλίψη του για τη βραχύτητα της νιότης. Στο Απόσπασμα 2 διαβάζουμε:
Όμοιοι με τα φύλλα που γεννά η λουλουδιασμένη
άνοιξη και γοργά τ’ αυξάνει το φως του ήλιου,
χαιρόμαστε, λίγο καιρό, τα άνθη της νιότης μας,
απ’ τους θεούς μήτε καλό προσδοκώντας μήτε κακό.
Κι αχ, οι Μοίρες οι μαύρες στέκουνε δίπλα μας εκεί,
κρατώντας στα χέρια τους τα τέλη μας: η μια των
πικραμένων γηρατειών και του θανάτου η άλλη.
Της νιότης ο καρπός λιγόωρος είναι τόσο
όσο το φως του ο ήλιος σκορπίζει στη γη τη μέρα.
Μα σαν έρθει το τέλος της εποχής αυτής, καλύτερα
να πεθάνεις, παρά να ζεις. Γιατί η ψυχή από βάσανα
μονάχα θα ’ναι γεμάτη: το σπιτικό του ενός
κακοπαθαίνει
κι ο παιδεμός του μέλλεται της φτώχειας· κι ο άλλος
που λαχταρούσε πιότερο στη γη παιδιά να κάνει
και δεν τ’ απόκτησε ποτέ, με τον καημό ετούτο θα πάει
στον Άδη· κι από αρρώστια, που φθείρει την ψυχή,
τυραννιέται ένας τρίτος. Αχ, δεν άφησε κανέναν
ο Δίας που συμφορές απλόχερα να μην του έχει δώσει!
Ως ήθος, η διαφορά του ελεγειακού μέτρου από τα αρχέγονα μέτρα (τον δακτυλικό εξάμετρο και τον ίαμβο), έγκειται στο ότι ενώ ο δακτυλικός εξάμετρος εκφράζει, με φιλοσοφική νηφαλιότητα, τον άνθρωπο ως ενεργούμενο της μοίρας του, και ο ίαμβος τον άνθρωπο ως ενεργούσα δύναμη, μα και ως ενεργούμενο των βίαιων θυμικών διαθέσεών του, το ελεγειακό μέτρο τον εκφράζει, με φιλοσοφική νηφαλιότητα επίσης, ως ενεργούσα δύναμη απέναντι αυτής ταύτης της μοίρας του, εξεικονίζοντας μονιμότερες καταστάσεις του θυμικού – την ατομική ψυχή όπως διαμορφώθηκε, αφού πέρασε πρώτα από τις βίαιες συγκινήσεις του θυμικού και της εμπειρίας, σ’ ολόκληρη την κλιμάκωση της έντασης και των ποικιλιών τους.
ν
1 2