Μετενσάρκωση: Η ανάσταση της ψυχής από το θάνατο
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Από τον Αντώνη Κυριαζή
Σκέψεις και διαλογισμοί πάνω στα μυστήρια της ψυχής με επίκεντρο διάσημα πρόσωπα που πίστευαν στη μετενσάρκωση.
Ηρόδοτος, Πυθαγόρας, Εμπεδοκλής, Αύγουστος, Καζαντζάκης, Πάτον. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι ασχολήθηκαν με την δοξασία της επαναγέννησης. Πηγή: News media
v
Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ στις Ιστορίες του (ΙΙ, 123) μας πληροφορεί ότι «οι Αιγύπτιοι είναι οι πρώτοι που εξέφρασαν τη δοξασία ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και ότι, όταν το σώμα καταστρέφεται, αυτή μπαίνει σε άλλο ζώο που γεννιέται εκείνη τη στιγμή, και όταν συμπληρώσει έναν πλήρη κύκλο μπαίνοντας σε όλα τα χερσαία και θαλάσσια και ιπτάμενα ξαναμπαίνει στο σώμα ενός ανθρώπου που γεννιέται∙ αυτός ο κύκλος συμπληρώνεται σε 3.000 χρόνια. Μερικοί Έλληνες ασπάστηκαν αυτό το δόγμα, άλλοι πιο παλιά και άλλοι αργότερα, σαν να ήταν δική τους επινόηση∙ τα ονόματά τους τα ξέρω, αλλά δεν τα αναφέρω».
Σχολιάζοντας το πιο πάνω απόσπασμα, οι Kirk, Raven και Schofield στο μνημειώδες έργο τους Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, πιστεύουν ότι αποτελεί την πηγή απ’ όπου προήλθε η λανθασμένη θεωρία της μετεμψύχωσης, καθώς από το κείμενο συνάγεται με μια πρώτη ματιά ότι οι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι η ψυχή του ανθρώπου μεταβαίνει μετά θάνατον σε σώματα ζώων∙ και ότι αυτός ο κύκλος, μέχρι να ξαναγυρίσει η ψυχή σε ανθρώπινο σώμα, κρατά 3.000 χρόνια. Αν και το κείμενο δεν κατονομάζει τον Πυθαγόρα, οι φιλόλογοι υποθέτουν ότι είναι πολύ πιθανό ο Ηρόδοτος να αναφερόταν σ’ αυτόν, μολονότι μπορεί να είχε στο νου του και τον Εμπεδοκλή.
Οι δηλώσεις αυτές του πατέρα της Ιστορίας παρουσιάζουν κάποια προβλήματα. Κατά πρώτον, αποδίδει τη δοξασία της μετεμψύχωσης στους Αιγύπτιους, είναι όμως φανερό ότι σφάλει. Γιατί, ενώ η πίστη στη μετενσάρκωση μπορεί πράγματι να ήταν ένα ξένο προϊόν που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα (λ.χ. από την Ινδία ή την κεντρική Ασία ή τη νότια Ρωσία), η μετεμψύχωση, η είσοδος δηλαδή της ανθρώπινης ψυχής σε ζώα, δεν πιστοποιείται σε γραπτά αιγυπτιακά μνημεία ή στην αιγυπτιακή τέχνη. Άλλωστε, πέρα από το ότι κάποιες από τις ιστορίες του είναι ευφάνταστες και άλλες ανακριβείς, ο Ηρόδοτος θεωρεί συχνά ότι ορισμένες γνήσια ελληνικές ιδέες και πρακτικές έχουν αιγυπτιακή προέλευση.
Από αυτή πάντως τη δήλωση του Ηρόδοτου, επικράτησε η άποψη ότι ο Πυθαγόρας δεχόταν τη μετεμψύχωση, άποψη που ενισχύθηκε από έναν αστεϊσμό του Ξενοφάνη που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος (VIII, 36). Κάποτε που ο Πυθαγόρας περνούσε από ένα δρόμο και είδε κάποιον να χτυπά ένα σκυλάκι, το λυπήθηκε και είπε: «Σταμάτησε και μην το χτυπάς, γιατί είναι η ψυχή ενός φίλου μου, που την αναγνώρισα όταν άκουσα τη φωνή της».
Πέρα από τα φιλοζωικά της αισθήματα, η χιουμοριστική αυτή παρατήρηση του Ξενοφάνη είναι σαφώς εμπνευσμένη από τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών την οποία είχε διατυπώσει τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Αναξίμανδρος – και την οποία αργότερα υπέκλεψε ο Δαρβίνος. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα πρώτα ζώα γεννήθηκαν στο υγρό στοιχεία και με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να βγαίνουν στο στεγνότερο μέρος της γης, όπου ζούσαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ένα διαφορετικό είδος ζωής. Ο άνθρωπος είναι λογικό να προήλθε από τα ζώα, γιατί τα άλλα ζώα μπορούν έπειτα από λίγο καιρό να συντηρηθούν μόνα τους και μόνο ο άνθρωπος χρειάζεται τη μακρόχρονη μητρική φροντίδα∙ γι’ αυτό και δεν θα είχε επιβιώσει, αν αυτή ήταν η αρχική του μορφή.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την παραδοξολογία του Εμπεδοκλή ο οποίος λέει (Διογένης Λαέρτιος VIII, 77):
Γιατί ήμουν άλλοτε αγόρι κι άλλοτε κορίτσι,
θάμνος, πουλί και ψάρι ταξιδιάρικο, που έξω πηδούσε απ’ το νερό.
Όπως εξηγεί ο Πορφύριος στο Περί αποχής εμψύχων (ΙΙ, 31), ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος επειδή ήταν αντίθετος στις αιματηρές θυσίες και στη βρώση κρέατος, ήθελε με αυτά τα λόγια να διδάξει την αποχή από την κρεοφαγία. Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του (όπου τον μνημονεύει επειδή ο Εμπεδοκλής ήταν ο εφευρέτης της ρητορικής) διευκρινίζει πως ο «φυσικός νόμος» που διακηρύσσεται απαγόρευε απόλυτα το φόνο ζώων. Όπως ο Πυθαγόρας, έτσι και ο Εμπεδοκλής προσπαθεί με αυτή την υπερβολή να μας αποτρέψει και να μας κάνει να αισθανθούμε τη φρίκη του βασανισμού των ζώων και του φόνου τους με σκοπό την κρεοφαγία. Όταν κάποιος σκοτώνει ένα πλάσμα που το θεωρεί απλώς ζώο χωρίς λαλιά και λογικό, μπορεί στην πραγματικότητα να σκοτώνει μια μετενσάρκωση του γιου του ή του πατέρα του.
v
Παλιγγενεσία και Ανάσταση
Βλέπουμε λοιπόν πως ούτε οι Έλληνες ούτε οι Αιγύπτιοι πίστευαν στη μετεμψύχωση, καθώς αυτός ο όρος αναφέρεται μόνο στα ζώα. Αντίθετα, πίστευαν στην παλιγγενεσία (επαναγέννηση), δηλαδή στην πρόσληψη σάρκας περιοδικά από την ψυχή ή το Εγώ. Ο Πίνδαρος, μιλώντας όχι ως ποιητής αλλά ως θεολόγος, αναφερόμενος στις τιμωρίες και στις ανταμοιβές που περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατό τους, γράφει στο Δεύτερο Ολυμπιόνικο:
Όσοι όμως κατορθώσουν να διατηρήσουν καθαρή
και αναμάρτητη την ψυχή τους σε τρεις διαδοχικές ζωές…
αποτυπώνοντας έτσι καθαρά όχι απλώς την πίστη του στη μετενσάρκωση, αλλά αποκαλύπτοντας το κλειδί μέσω του οποίου ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τον τροχό των επαναγεννήσεων.
v
Το ανθρωποκέφαλο πουλί που πετάει προς τη μούμια (σώμα) αντιπροσωπεύει την ψυχή (Κα)
που κατέρχεται προς μια νέα ενσάρκωση. Παράσταση από τον Πάπυρο του Άνι γύρω στο 1240 π.Χ.
Πηγή: Wikimedia Commons
v
Οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν κάθε νέα ενσάρκωση Ανάσταση, όπως δείχνει το αρχαίο Τραγούδι της Ανάστασης, που τραγουδά η Ίσιδα για να καλέσει τον σύζυγό της Όσιρη πίσω στη ζωή:
Ω! Όσιρη, σήκω ξανά στην άγια γη,
σεβαστή μούμια στο φέρετρο
κάτω από τη σωματική ουσία σου.
Το απόσπασμα επομένως του Ηρόδοτου, που αναφέραμε στην αρχή, θα πρέπει να διορθωθεί ή μάλλον να αποκατασταθεί, και η φράση «αυτή (η αθάνατη ψυχή) μπαίνει σε άλλο ζώο που γεννιέται εκείνη τη στιγμή» (του σώματος δε καταφθίνοντος ες άλλ ζώον αιεί γινόμενον εσδύεται) να γίνει «μετά την καταστροφή του σώματος (η ψυχή) εισέρχεται σε μια νεογέννητη ύπαρξη».
Και πιο κάτω, εκεί όπου λέει πως όταν η ψυχή έχει περάσει μέσα από όλα τα ζώα της ξηράς και της θάλασσας και όλα τα πτηνά, ξαναμπαίνει στο σώμα ενός νεογέννητου ανθρώπου, περιγράφει όχι τη μετεμψύχωση, αλλά την προΰπαρξη. Διότι, όπως θεωρεί αυτόδηλο ο Παρμενίδης, δεν μπορεί κάτι να ξεφυτρώσει από το πουθενά, από την ανυπαρξία, χωρίς να έχει προϋπάρξει. Αυτή είναι η μόνη λογική απάντηση στο ερώτημα: «Από πού ξεφύτρωσε;» Όσο για το «πώς» και το «γιατί», η απάντηση είναι πως καθετί που γεννιέται εμπεριέχει κάποιο στοιχείο εξέλιξης (χρέος, γίνεται δηλαδή από ανάγκη). Ο άνθρωπος γεννιέται επειδή είναι ατελής και πρέπει να εξελιχθεί.
v
Η μετενσάρκωση στον χριστιανικό συμβολισμό
Η προΰπαρξη είναι λοιπόν ένας άλλος όρος για τη μετενσάρκωση, ότι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν ζήσει και πριν. Αυτή δοξασία ήταν αποδεκτή και από τον Ιησού και τους μαθητές του, αλλά και από τον Παύλο και τους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Ωριγένης. Ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή (ιε΄ 51) γράφει:
Ιδού μυστήριον υμίν λέγω∙ πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα.
«Ακούστε, σας αποκαλύπτω ένα μυστήριο∙ δεν πρόκειται να πεθάνουμε, αλλά όλοι θα αλλάξουμε σώμα».
Στο Κατά Ματθαίον (ια΄ 10-13) ο Ιωάννης ο Βαπτιστής θεωρείται μετενσάρκωση του Ηλία, ενώ οι μαθητές ρωτούν τον Ιησού αν ο τυφλός «γεννήθηκε τυφλός εξαιτίας των δικών του αμαρτιών», πράγμα που είναι σαν να λένε ότι είχε ζήσει και αμαρτήσει πριν γεννηθεί τυφλός. Στο Κατά Μάρκον (θ΄ 4-13), όπου ο Ιησούς παίρνει μαζί του στο βουνό τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, οι έκπληκτοι μαθητές τον βλέπουν μαζί με τον Ηλία και τον Μωυσή, ενώ γίνεται πάλι λόγος για τον Ιωάννη το Βαπτιστή ως η επανεμφάνιση του Ηλία. Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Λουκάς (α΄ 17). Τέλος, στο Κατά Ιωάννην (α΄ 21-27) οι μαθητές ρωτούν ξανά τον Ιησού αν στη προηγούμενη εμφάνισή του ήταν ο Ηλίας ή ο Ησαΐας ή κάποιος άλλος από τους προφήτες.
Η επίγεια διαδρομή του ανθρώπου, το τέλος της και η εκ νέου εμφάνισή του έχουν συμπυκνωθεί συμβολικά στις πράξεις του Ιησού κατά τη λεγόμενη Μεγάλη Εβδομάδα. Την Κυριακή των Βαΐων ο Ιησούς μπαίνει θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα πάνω σε ένα γαϊδουράκι. Οι κάτοικοι τον υποδέχονται με βάγια (κλάδους φοινίκων) στα χέρια, απλώνουν στο έδαφος τα ρούχα τους και ζητωκραυγάζουν «Ωσαννά».
Η ψυχή ή θείο Εγώ (Ιησούς) έρχεται σε αυτόν τον κόσμο (Ιεροσόλυμα) έχοντας ως όχημα την προσωπικότητα (γαϊδουράκι). Κάθε νέα γέννηση γίνεται (συνήθως) δεκτή με ενθουσιασμό, όλοι είναι χαρούμενοι με τη νέα ψυχή που γεννιέται και προσφέρουν στο νεογέννητο δώρα.
Ο κόσμος όμως αυτός είναι ο δρόμος του μαρτυρίου, καθώς κάθε άνθρωπος έρχεται κουβαλώντας μαζί του τον δικό του σταυρό (μοίρα ή κάρμα). Κατά την επίγεια ύπαρξή της, η ψυχή δοκιμάζει καινούρια πράγματα και γεύεται εμπειρίες. Όσο όμως ο άνθρωπος είναι ενσαρκωμένος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά δέσμιος στον σταυρό της ύλης και των τεσσάρων στοιχείων που την αποτελούν. Οι δοκιμασίες που περνάει πολλές. Κάθε άνθρωπος κουβαλάει τον δικό του σταυρό. Και κάποια στιγμή έρχεται το τέλος. Στερημένος από τους χυμούς της ζωής, προδομένος και συχνά εγκαταλειμμένος ο άνθρωπος λέει «Τετέλεσται». Ακολουθεί η κηδεία (Επιτάφιος) και η ταφή. Όλα αυτά όμως δεν θα είχαν νόημα αν δεν ακολουθούσε σαν επιστέγασμα η Ανάσταση (ανάσταση εκ νεκρών ή επαναγέννηση). Ο άνθρωπος ξαναγεννιέται με νέο σώμα και νέα προσωπικότητα που αν και είναι συνέχεια της προηγούμενης (καθώς η ψυχή είναι αθάνατη), εντούτοις δεν θυμίζει –και δεν θυμάται τις περισσότερες φορές– τίποτε από την προηγούμενη ενσάρκωσή του. (Οι μαθητές του Ιησού δεν τον αναγνωρίζουν μετά την Ανάσταση, γιατί εμφανίζεται μπροστά τους με άλλη μορφή –«εν ετέρα μορφή», λέει ο Μάρκος στο εδάφιο 12 του ιστ΄ κεφ.– και έχουν αμφιβολίες αν είναι πράγματι αυτός).
Στο θέμα των διαδοχικών εμφανίσεων του ανθρώπου αναφέρεται και ο στίχος του Ρωμανού του Μελωδού (6ος μ.Χ. αιώνας), που ψάλλεται τα Χριστούγεννα: «εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός». Κάθε παιδί που γεννιέται είναι απεσταλμένος ενός ουράνιου όντος, της αιώνιας και αθάνατης Ψυχής.
v
Η Εφεσία Άρτεμις
Ο ναός της Αρτέμιδος βρισκόταν στην Έφεσο, κατασκευάστηκε το 440 π.Χ. και θεωρείτο ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι χρειάστηκαν 120 χρόνια για να αποπερατωθεί, όταν όμως τελείωσε ήταν ο μεγαλύτερος σε διαστάσεις ναός όλου του κόσμου, καθώς ήταν τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερος από τον Παρθενώνα. Ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος, ο οποίος είδε με τα μάτια του το υπερανθρώπινο αυτό οικοδόμημα, αναφέρει ότι το μεγαλείο του υπερέβαινε οποιοδήποτε άλλο από τα υπόλοιπα θαυμαστά μνημεία:
«Έχω δει τους μεγαλοπρεπείς Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας, το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός, τον Κολοσσό της Ρόδου και τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, όπως ακόμα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού∙ αλλά όταν βλέπω τον ναό της Αρτέμιδος που αγγίζει τον ουρανό, τα υπόλοιπα μνημεία χάνουν την λαμπρότητά τους. Εκτός από τον Όλυμπο, ο Ήλιος δεν φαίνεται πουθενά αλλού τόσο μεγαλοπρεπής όσο εδώ» (Αντίπατρος, Ελληνική Μυθολογία, IX, 58).
Όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος (ΙΧ, 5) όταν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (6ος αι. π.Χ.), ο επονομασθείς Σκοτεινός, τελείωσε το περίφημο σύγγραμμά του, κατέθεσε το μοναδικό αντίτυπο στο ιερό της Αρτέμιδος. Το έργο αυτό χάθηκε μαζί με άλλους θησαυρούς όταν τον ναό πυρπόλησε ο άγνωστος κατά τα άλλα Ηρόστρατος από την Έφεσο, για να μείνει, όπως είπε, το όνομά του στην ιστορία.
Το περίλαμπρο αυτό οικοδόμημα ήταν αφιερωμένο στην Ψυχή, της οποίας το άγαλμα υπήρχε μέσα στον ναό με τη μορφή της Αρτέμιδος, αν και από τα αντίγραφα που έχουν φτάσει έως τις μέρες μας, δεν φαίνεται να έχει καμία ομοιότητα ή συγγένεια με τη θεά των δασών.
v
Εφεσία Άρτεμις. Ο Ναός της Αρτέμιδος ήταν αφιερωμένος στην Ψυχή, σύμβολο της οποίας
ήταν αυτό το άγαλμα. Στο κάτω μέρος της εσθήτας διακρίνεται ο ζωδιακός.
(Αρχαιολογικό Μουσείο της Εφέσου).
v
Οι σύγχρονοι ερευνητές δικαιολογούν τους πολλούς μαστούς που φέρει στο στήθος το περίεργο και ανεξήγητο στην εμφάνιση αυτό άγαλμα με τις αστρικές και ζωικές παραστάσεις, λέγοντας ότι συμβολίζουν τη γονιμότητα. Όμως θεά της γονιμότητας στους αρχαίους χρόνους ήταν η Μεγάλη Μητέρα ή Κυβέλη (παραστάσεις της οποίας βλέπουμε στα κυκλαδικά ειδώλια και μινωικά αγαλματίδια), και στα κλασικά χρόνια η Δήμητρα. Η αδελφή του Απόλλωνος, που είχε την προσωνυμία Παρθένος, ήταν θεά του κυνηγιού, βασίλισσα των βουνών και των δασών και προστάτιδα των μικρών παιδιών και των ζώων, και όχι της γονιμότητας.
Στο περίεργο αυτό άγαλμα πρέπει να δοθεί άλλη εξήγηση. Όπως είπαμε, όπως ολόκληρος ο ναός, έτσι και το συγκεκριμένο άγαλμα ήταν αφιερωμένο στην Ψυχή, όχι στην ατομική και γήινη ψυχή, αλλά στην ουράνια, η οποία αποκαλείται επίσης Εγώ ή θείος Εαυτός ή ανώτερος Εαυτός ή Λόγος ή Νους. Χρησιμοποιώντας τον τελευταίο όρο, ο Αριστοτέλης στο Περί Ζώων Γενέσεως (Β. 736b 28) εξηγεί ότι «λείπεται δη τον νουν μόνον θύραθεν επεισιέναι και θείον είναι μόνον», δηλαδή ο νους, που είναι το αίτιο της ζωής και ο μόνος που είναι θείος, δεν εισέρχεται στην ύλη, αλλά παραμένει στο κατώφλι της ύπαρξης (θύραθεν).
Ορισμένοι όταν μιλάνε για νου εννοούν το κουβάρι των σκέψεων που ο καθένας έχει μέσα στο κεφάλι του, μπερδεύοντας έτσι τον νου με την νοημοσύνη. Νοημοσύνη όμως έχουν και τα ζώα. Ο Νους, όπως έχει δείξει ο Ηράκλειτος, είναι φωτιά, είναι σκέψη και σοφία.
Μυθολογικά είναι το προμηθεϊκό πυρ, η φωτιά που έκλεψε ο Προμηθέας από τους θεούς και την έδωσε στον άνθρωπο, επειδή τον λυπήθηκε, ώστε να ξεφύγει από την ζωώδη κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
Όπως διατείνεται ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα που παραθέσαμε, η Ψυχή ή ανώτερος Εαυτός, δεν εισέρχεται ποτέ στην ύλη για να ενσαρκωθεί, διότι η ύλη δεν είναι καθαρή αλλά γεμάτη προσμίξεις. Στη θέση της, στέλνει θα λέγαμε τα «παιδιά» της, τις διαφορετικές προσωπικότητές της, και μέσω αυτών αποκτά τις ανάλογες εμπειρίες από το πεδίο της ύλης. Αυτές οι διαφορετικές εκφράσεις της Ψυχής, που στο γήινο πεδίο εμφανίζονται ως διαφορετικοί άνθρωποι, απεικονίζονται συμβολικά ως μαστοί που κρέμονται από το στήθος της Αρτέμιδος της Εφέσου.
v
Ο Προμηθέας, δεσμώτης στον Καύκασο, βασανίζεται από τον αετό που του ξεσκίζει το στήθος.
(Λακωνική κύλικα του 550 π.Χ. Μουσείο Βατικανού, Ρώμη).
v
Επεξήγηση: Ο Προμηθέας, ο γενάρχης του ανθρώπινου είδους, έκλεψε το Πυρ (σύμβολο του Νου) από τον ουρανό και τον πρόσφερε στους ανθρώπους, λυτρώνοντάς τους από τη ζωώδη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Με το νου οι άνθρωποι μπόρεσαν να δημιουργήσουν εργαλεία, να μάθουν γράμματα και επιστήμες, και να προστατευθούν από τα στοιχεία της φύσης και τα θηρία. Ως τιμωρία, ο Προμηθέας αλυσοδέθηκε σε βράχο του Καυκάσου, όπου ένας αετός πήγαινε καθημερινά και του έτρωγε το συκώτι (έδρα της θνητής ψυχής). Το συκώτι όμως του Προμηθέα ξαναγινόταν τη νύχτα κι έτσι την άλλη μέρα, που ερχόταν πάλι ο αετός, το ξανάτρωγε. Από το φρικτό του μαρτύριο λύτρωσε τον Προμηθέα ο Ηρακλής, ύστερα από τριάντα χρόνια. Ο άνθρωπος είναι δέσμιος στον βράχο μηχανισμό της ύλης, όπου συνεχώς γεννιέται και πεθαίνει. Βασανίζεται, γιατί πρέπει να αποδείξει ότι είναι άξιος για το δώρο που έλαβε. Η μοίρα του είναι από άνθρωπος να γίνει ήρωας.
v
Αυτός είναι grosso modo ο μηχανισμός της μετενσάρκωσης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία που καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου, καθώς πρόκειται για έναν μηχανισμό που υπερβαίνει την αντίληψη και την κατανόηση του ανθρώπου. Όμως απαντά στο γιατί ενώ ενσαρκώνεται κάθε φορά η ίδια ψυχή, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, η εκάστοτε υλική αντανάκλασή της, δηλαδή ο δεδομένος άνθρωπος, είναι και δεν είναι ταυτόχρονα το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που είχε γεννηθεί στο παρελθόν ή θα γεννηθεί στο μέλλον. Αναμφίβολα ο άνθρωπος δεν γεννιέται «γυμνός». Με κάθε νέο ερχομό, μεταφέρεται συνοψισμένα στην υπό διαμόρφωση προσωπικότητα ο πλούτος των εμπειριών και των γνώσεων, αλλά και των έξεων και των συνηθειών, που αποκτήθηκαν στο παρελθόν. Έτσι, κάθε φορά η νέα προσωπικότητα που εμφανίζεται, προώρισται να ακολουθήσει τη δική της ξεχωριστή διαδρομή.
Σφάλλουν επομένως όσοι ιδεάζονται ότι προϋπήρξαν ως κάποιο διάσημο ιστορικό πρόσωπο, ως Κλεοπάτρα ή Χατσεπσούτ ή Νεφερτίτη ή Μαρία Αντουανέτα, ως Σωκράτης ή Χριστός ή Μέγας Ναπολέων. Για τον τελευταίο υπάρχει μάλιστα το εξής ανέκδοτο. Ο επισκέπτης ενός τρελοκομείου ρωτά έναν τρόφιμο ποιος νομίζει ότι είναι. «Είμαι ο Μέγας Ναπολέων» απαντά αυτός. Ο επισκέπτης τον ρωτά πώς το γνωρίζει, και παίρνει την απάντηση: «Μου το είπε ο Θεός». «Ψέματα, λέει» πετάγεται ένας άλλος τρόφιμος που παρακολουθούσε τη στιχομυθία. «Εγώ δεν του είπα τίποτα».
v
Επιμύθιο
Υπάρχει ένα ηρακλειτικό απόσπασμα που λέει: «Ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν∙ ούτω βαθύν λόγον έχει». Έψαξα για τα πέρατα της ψυχής ακολουθώντας κάθε δρόμο και δεν βρήκα άκρη∙ τόσο βαθύ λόγο έχει. Η εξερεύνηση και η ανακάλυψη των ορίων της ψυχής παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, γιατί ο λόγος της ψυχής είναι πολύ βαθύς. Η ψυχή είναι μεγάλη, όπως το σύμπαν. Η προσπάθεια ωστόσο δεν είναι αδύνατη, γιατί κι αυτή τη φωτίζει ο βαθύς λόγος της ψυχής. Η αναζήτηση διατηρεί ακέραιο το νόημά της, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα μιας οριστικής γνώσης είναι απροσπέλαστο. Γιατί η αναζήτηση για τον βαθύ λόγο της ψυχής προχωρεί μαζί με την αναζήτηση του λόγου του σύμπαντος. Ο άνθρωπος δεν έχει καμιά ελπίδα να γνωρίσει ποτέ την ψυχή του, αν πρώτα δεν γνωρίσει τον εαυτό του.
Λόγος και ψυχή, μολονότι δεν ανήκουν πρώτα στον άνθρωπο πρέπει από τον άνθρωπο να συλληφθούν. Ο άνθρωπος πρέπει να συλλάβει τον εαυτό του σαν κάτι που περιέχεται στην συμπαντική κίνηση για να μπορέσει να σκεφτεί σύμφωνα με τον λόγο και για να επιχειρήσει να εξερευνήσει την ψυχή του. Ο άνθρωπος έχει όρια, αλλά αυτά τα όρια πρέπει να ξεπεραστούν. Τα όρια καθορίζονται από το φως και το σκοτάδι. Αυτές οι δύο αντιθετικές δυνάμεις που συνθέτουν τον κόσμο, υπάρχουν και στην ψυχή. Στη φωτεινή, κοινωνική και καταληπτή πλευρά της ψυχής αντιστοιχεί το νυχτερινό και υπόγειο βάθος της. Όπως ο συμπαντικός λόγος, έτσι κι αυτή είναι άλλοτε λαμπερή κι άλλοτε σκοτεινή, άλλοτε προσφέρεται κι άλλοτε αποτραβιέται. Ο λόγος όμως δεν είναι η ανθρώπινη λαλιά. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψει κανείς το άφατο.
Η ψυχή δεν πεθαίνει ποτέ, όπως ποτέ δεν πεθαίνει και το σύμπαν. Ο άνθρωπος, αντίθετα, είναι θνητός. Ζώντας σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, στο πεδίο της ύλης, έχει ένα μόνο καθήκον: σε ό,τι κάνει, να βάζει τον καλύτερό του εαυτό.
ν
© 2016 Youmagazine.gr