Ακατάλληλο για την αγορά εργασίας ένα στα δύο πτυχία
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Posted by Youmagazine Staff
Το ένα στα δύο πτυχία δεν το χρειάζεται η αγορά εργασίας, αποκαλύπτει έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Περίπου ο ένας στους δύο αποκτά ακόμα και σήμερα προσόντα τα οποία δεν χρειάζεται η αγορά. Image: Supplied
ν
ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΑ για το μέλλον της χώρας είναι τα συμπεράσματα της μελέτης που εκπόνησαν από κοινού η Ernst & Young, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και η Endeavor Greece, με τον τίτλο «Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: Ζητείται προσέγγιση», η οποία παρουσιάστηκε χθες.
Περίπου ο ένας στους δύο νέους αποκτά ακόμα και σήμερα προσόντα τα οποία δεν χρειάζεται η αγορά, ενώ οκτώ στους δέκα επιχειρηματίες δηλώνουν ότι δεν μπορούν να βρουν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για να καλύψουν συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης στις επιχειρήσεις τους. Μάλιστα το 53% των Ελλήνων φοιτητών συνεχίζει να κατευθύνεται σε αντικείμενα σπουδών και κλάδους που δεν συμβάλλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.
Το 13% των φοιτητών σπουδάζει ανθρωπιστικές επιστήμες, το 12% επιστήμες εκπαίδευσης, ενώ μόλις το 4% φοιτά σε σχολές πληροφορικής, παρά το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση.
Η έρευνα εντοπίζει ευθύνες και στις επιχειρήσεις καθώς αναζητούν εργαζόμενους με εμπειρία, αλλά με πολύ χαμηλές αμοιβές, ενώ δεν επενδύουν καθόλου στην κατάρτιση του προσωπικού.
Συγκεκριμένα, το 87% των διαθέσιμων θέσεων εργασίας απαιτούν τουλάχιστον δύο χρόνια πρακτικής εμπειρίας, όταν το 75% των νέων δεν έχει συμμετάσχει ποτέ σε πρακτική άσκηση.
Στον καιρό της κρίσης, οι φοιτητές της Αρχιτεκτονικής έχουν αυξηθεί κατά 20%, όταν η οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει κυριολεκτικά καταρρεύσει.
Η μελέτη κατέγραψε επίσης τα στοιχεία επιχειρήσεων για την έναρξη και διακοπή λειτουργίας τους κατά την περίοδο της κρίσης διαπιστώνοντας ότι, με εξαίρεση τον τουρισμό, η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν έχει στραφεί ακόμη στους κλάδους που παρουσιάζουν πραγματικές ευκαιρίες ανάπτυξης και εξωστρέφειας.
Είναι ενδεικτικό ότι 86% των νέων ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να μην εστιάζει σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς. Αντίθετα, πρώτη επιλογή των νέων επιχειρηματιών παραμένει ο κατ’ εξοχήν εσωστρεφής κλάδος της εστίασης.
ν
Απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα
Οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις δεν στρέφονται με τον αναγκαίο ρυθμό στους εξαγωγικούς κλάδους στους οποίους η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες και επενδύοντας στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας να παραμένει απαρχαιωμένο και να μην εξασφαλίζει στους νέους τις δεξιότητες που επιβάλλουν οι σύγχρονες τάσεις της διεθνούς οικονομίας.
Έτσι, η ελληνική οικονομία δεν έχει επιτύχει τον απαραίτητο μετασχηματισμό που θα επιτρέψει την επιστροφή της χώρας σε ρυθμούς ανάπτυξης και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας.
Η μελέτη καταγράφει, τέλος, τους κλάδους που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας, εκείνους που ανθίστανται στην κρίση και εκείνους που εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Ο κλάδος των κατασκευών, στον οποίο είχε στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη κατά την προηγούμενη δεκαετία, υπέστη το βαρύτερο πλήγμα χάνοντας το 63,7% των θέσεων εργασίας, ή πάνω από 255.000 εργαζομένους.
Η μεταποίηση ήταν ο δεύτερος σε απώλειες βασικός κλάδος της οικονομίας έχοντας χάσει πάνω από μία στις τρεις θέσεις εργασίας, ή περισσότερα από 192.000 άτομα. Παράλληλα, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, παρ’ ότι παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης, συρρικνώθηκε κατά 20,8%, χάνοντας περισσότερες από 175.000 θέσεις εργασίας.
Μόνο πέντε κλάδοι κατέγραψαν αύξηση της απασχόλησης, οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (22,5%), η εστίαση (10,1%), ο τουρισμός (10%) και η ναυτιλία (7,5%), χωρίς ωστόσο να καταφέρνουν να αντισταθμίσουν την καθίζηση της υπόλοιπης οικονομίας. Το υψηλότερο ποσοστό αύξησης (22,7%) σημείωσε ο μικρότερος σε απόλυτα μεγέθη κλάδος της ελληνικής οικονομίας, η πληροφορική, δημιουργώντας σχεδόν 5.000 νέες θέσεις εργασίας.
ν
Εμπορευματοποίηση της ψήφου
Η αναντιστοιχία που παρουσιάζεται μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς, δεν οφείλεται στο ότι κάποιοι προτιμούν σχολές των οποίων το αντικείμενο δεν έχει σήμερα ζήτηση στην αγορά, επειδή τάχα αναζητούν τη γνώση, αδιαφορώντας για την εκμάθηση ενός επαγγέλματος. Γιατί εάν η πνευματική πρόοδος και η γνώση εξαρτώνταν από τις ανώτατες σχολές, η ανθρωπότητα θα βρισκόταν ακόμη στο μεσαίωνα. Ο λόγος που η πλειοψηφία των νέων προτιμούν τις παραδοσιακές σχολές οφείλεται στο γεγονός ότι ολόκληρο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι από παλιά σχεδιασμένο έτσι ώστε να τροφοδοτεί με υπαλλήλους το δημόσιο. Οι σχολές αιχμής απλώς απουσιάζουν.
Από καταβολής του νέου ελληνικού κράτους, η πολιτική ηγεσία, που από τότε μέχρι σήμερα κινείται σε επίπεδα κάτω του μετρίου, φρόντισε για την οικοδόμηση ενός στρεβλού εκπαιδευτικού συστήματος που θα παρήγαγε αγράμματους και ημιμαθείς· ανθρώπους με τεράστια κενά και ελλείψεις· ανθρώπους ανολοκλήρωτους και εξαρτημένους, με ελλειπή κατάρτιση, χωρίς κριτική σκέψη, με διαπιστωμένη αδυναμία στην ανάλυση και σύνθεση στοιχείων για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Γιατί οι ολοκληρωμένοι πολίτες έχουν απαιτήσεις. Όμως οι απαίδευτοι, με ελλιπείς γνώσεις και αδιαμόρφωτοι στον χαρακτήρα, με πλήρη άγνοια των συνθηκών που επικρατούν στην πραγματική ζωή, γίνονται εύκολα υποχείρια της εκάστοτε εξουσίας. Γιατί όταν κάποιος είναι ανάπηρος στο μυαλό, είναι μια ζωή εξαρτώμενος από άλλους, δηλαδή από εκείνους που τον χρησιμοποιούν σε αυτή την κατ’ επίφαση δημοκρατία για να διατηρούνται στην εξουσία. Και στους δύο αιώνες που μεσολάβησαν είδαμε να θεριεύει και να γιγαντώνεται το κομματικό πελατειακό κράτος και να γίνεται ο κύκλωπας Πολύφημος.
Ελεύθερος είναι εκείνος που έχει μάθει να σκέπτεται. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Απαιτούνται πολλά χρόνια, κόπος και γνώσεις. Σήμερα πλειοψηφούν εκείνοι που νομίζουν ότι σκέπτονται ελεύθερα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά αθύρματα των διαφόρων ηγετών, ή μάλλον ηγετίσκων.
Ανάπηρους στο μυαλό βγάζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, κατάλληλους για να διοριστούν μόνο στο δημόσιο. Διαφορετικά θα πέθαιναν της πείνας. Και αυτή είναι και η μόνη ιδεολογία και «παραγωγική» δραστηριότητα που υπάρχει στη χώρα: η εμπορευματοποίηση της ψήφου.
Είναι αυτές οι στρατιές των ημιμαθών και μισομορφωμένων που ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις. Και αποφασίζουν ανάλογα με το αν τους αρέσει το ύψος των χρημάτων και οι άλλες παροχές που τους υπόσχονται οι πολιτικοί. Τα χρήματα που απαιτούνται για την πληρωμή τους –και τα ποσά είναι κολοσσιαία– προέρχονται από δύο κυρίως πηγές: από τον εξωτερικό δανεισμό και από την καταλήστευση του υπόλοιπου πληθυσμού – εκείνων των δημιουργικών πολιτών οι οποίοι επέλεξαν να ακολουθήσουν έναν δρόμο δραστήριο και παραγωγικό και όχι να μετατραπούν σε κηφήνες. Και αυτά είναι που οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό της χάλι. Αυτά τα γνωρίζουν οι πάντες – και εδώ και στο εξωτερικό.
Αντί, λοιπόν, οι πανεπιστημιακοί να παριστάνουν τους έκπληκτους για το κατάντημα της παιδείας, μήπως θα έπρεπε να σοβαρευτούν και να πιάσουν δουλειά, φροντίζοντας πρώτα απ’ όλα για την αναβάθμιση των ίδιων και των σχολών τους; Γιατί γνωρίζουν ότι το σύστημα που υπηρετούν και συντηρούν είναι ανεπαρκές και κολοβό. Εκτός και αν, όπως και οι νέοι που περνούν απ’ τα χέρια τους, αρέσκονται να ασκούν την τερπνή και μερικές φορές ωφέλιμη τέχνη του να μην λένε τίποτε, ή να λένε κοινοτοπίες με τέλειο ύφος.