Χρήστος Γιανναράς: Γιατί η ποιότητα σε διωγμό;

Κατηγορία NEWS, Opinion

OPINION

Από τον Χρήστο Γιανναρά (*)

 

Όλοι οι άξονες πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και κοινωνικής συνοχής, ταυτότητας και συνέχειας του Ελληνισμού, υπονομεύονται σκόπιμα και προγραμματικά από τον βίο του μεταπρατικού μας κρατιδίου.

 

ΤΟΣΟ στο καχεκτικό, μεταπρατικό μας κρατίδιο όσο και στην αχανή διασπορά της αποδημίας, η ελληνικότητα θα μπορούσε να διασωθεί μόνο σαν κοσμοπολίτικη ποιότητα-πρόταση πολιτισμού που ενδιαφέρει πανανθρώπινα. Ποτέ σαν υπηκοότητα, και μάλιστα κράτους μιμητικού, που και στη μίμηση αποτυχαίνει ταπεινωτικά.
Πρόταση πολιτισμού σημαίνει «νόημα» ζωής σαρκωμένο σε «τρόπο» βίου, δηλαδή κάτι που δεν προκύπτει από την ατομική συμμόρφωση με ιδεολόγημα ή με ορθολογικές προστακτικές.
O πολιτισμός είναι πάντοτε κοινωνικό γεγονός, σαρκώνεται σε θεσμούς και λειτουργίες αυτοδιαχείρισης της συλλογικότητας, διασώζει τον πολιτισμό κάθε κοινωνούμενη πρακτική: η γιορτή, ο χορός, το τραγούδι, η κουζίνα, το καφενείο ως κατάλοιπα της «Αγοράς».

Όλοι οι παραπάνω άξονες πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και κοινωνικής συνοχής, ταυτότητας και συνέχειας του Ελληνισμού, υπονομεύθηκαν και υπονομεύονται σκόπιμα και προγραμματικά από τον βίο του μεταπρατικού μας κρατιδίου.

O πολιτισμικός αυτός ξολοθρεμός διαφημίστηκε και επιδιώχθηκε σαν «εκσυγχρονισμός» και «πρόοδος». Εκόντες-άκοντες ή απλώς (και ηλιθίως) ξιπασμένοι, βυθιστήκαμε οι ελληνώνυμοι στον παραισθησιογόνο μιμητισμό δάνειων συνταγών και μοντέλων, όχι για να υπηρετηθούν καλύτερα οι ανάγκες μας, αλλά μόνο επειδή μας γυάλιζε το «να γίνουμε Ευρωπαίοι».

Και το αποτέλεσμα (χειροπιαστό), μια εφιαλτικής έκτασης καταστροφή: Βανδαλισμός της ελληνικής γης από έναν πολεοδομικό πρωτογονισμό αφόρητης ακαλαισθησίας και βάναυσης κερδολαγνείας – ανήκεστη βλάβη. Ρήξη στη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, αποκομμένος ο σημερινός Έλληνας από τη γραμματεία όλων των προηγούμενων γενεών. Μεθοδική σύγχυση και τελική αποχαύνωση της ιστορικής συνείδησης. Αλλοτρίωση χαρακτηρολογική του Έλληνα σε τριτοκοσμικό αδηφάγο καταναλωτή, άθυρμα της εξηλιθιωτικής ισχύος των διαφημιστικών τεχνασμάτων.
Οι αντιστάσεις σε αυτή την καθολικευμένη πολιτισμική αυτοχειρία των Eλλήνων παραμένουν μια έκπληξη, όχι ο κανόνας. Υπήρξε η «Γενιά του ’30»: μια ελληνικότητα που αφομοίωνε δημιουργικά το επίκαιρο και σύγχρονο (ευρωπαϊκό ή διεθνές) στην ελληνική γόνιμη ιδιαιτερότητα – στη ζωγραφική, στην ποίηση, στην αρχιτεκτονική, στη μουσική. Ξαναζωντάνεψε μετά τον πόλεμο, στη δεκαετία του ’60, αυτή η επικαιροποιημένη, διαλεγόμενη γόνιμα με τη Δύση ελληνικότητα. Δεν έφτασε όμως ποτέ να επηρεάσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, την πολιτική, τα «κέντρα λήψης αποφάσεων». Ούτε και τον «επίσημο» εκκλησιαστικό βίο.
ν

Ο Ελληνισμός της διασποράς

Ειδικά για τον Ελληνισμό της διασποράς, οι εκκλησιαστικές αρχιεπισκοπές, επισκοπές και ενορίες ήταν οι μοναδικοί άξονες συσπείρωσης, συνοχής και συνέχειας της ελληνικότητας των αποδήμων. Φυσικό επομένως ήταν να υποστούν και να φανερώσουν, έγκαιρα, την αλλοτρίωση που επέφερε στον κρατικοποιημένο «εθνικά» Ελληνισμό ο «εκσυγχρονιστικός» μιμητισμός του.
H τραγωδία της ξιπασιάς των Νεοελλήνων, του άκριτου επαρχιώτικου θαυμασμού τους για οτιδήποτε «ευρωπαϊκό», η μειονεξία και η ντροπή που αισθάνονται για τη δική τους παράδοση πολιτισμού, είναι ακόμα σήμερα, κυρίαρχο γνώρισμα της ελληνικής διασποράς.
Ακόμα σήμερα, ο Έλληνας απόδημος στις ΗΠΑ ή στον Καναδά, θα φωνάξει Αμερικάνο αρχιτέκτονα να του χτίσει «μοδέρνα» εκκλησιά, «μοδέρνο» ζωγράφο να τη ζωγραφίσει. Δεν έχει μάτια να δει, ποια θέση έχουν οι ελληνικές εικόνες στις μεγάλες γκαλερί και στα μουσεία του κόσμου – εικόνες ίσως κλεμμένες από το χωριό του πατέρα του, για το οποίο ντρέπεται ο σημερινός Έλληνας. Ούτε υποψιάζεται ποια θέση έχει η «βυζαντινή» μουσική στις μουσικές ακαδημίες σήμερα∙ θεωρεί πολιτισμό μόνο το αρμόνιο και την τετραφωνία, προτιμάει τον προτεστάντικο πάγκο σωφρονιστικού στρατωνισμού από το σοφό λειτουργικό στασίδι.
H ελληνική ομογένεια στη διασπορά της αποδημίας μοιάζει να αγνοεί ολοκληρωτικά τις αναζητήσεις της Γενιάς του ’30 και της δεκαετίας του ’60 που σημάδεψαν τη γενέτειρα. Και γι’ αυτή την αναπηρία της άγνοιας υπάρχουν ιστορικές ευθύνες.

Το εμφατικότερο και δραματικότερο σύμπτωμα της παρακμής του Ελληνισμού είναι η παγιωμένη, απόλυτη αδιαφορία για την αξιολόγηση της ανθρώπινης ποιότητας – από το πιο ταπεινό έως το κορυφαίο κοινωνικό λειτούργημα.
ν

Η παρακμή της Εκκλησίας

Ειδικά μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή στην πολιτισμική ραχοκοκαλιά του Ελληνισμού, η ανθρώπινη ποιότητα είναι υπό διωγμόν. O τρόπος εκλογής των επισκόπων στην ελλαδική Εκκλησία, δυστυχώς και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποκλείει θεσμικά κάθε κριτική αποτίμηση, κάθε καταξίωση της ποιότητας. Είναι η αυθαιρεσία κατεστημένη ως αυτονόητη. Λειτουργούν μόνο το παρασκήνιο και οι «διασυνδέσεις».
Δεκαετίες ολόκληρες το Φανάρι απέκλειε από το λειτούργημα και τις ευθύνες του επισκόπου ακόμα και τον πιο προσοντούχο κληρικό, αν δεν ήταν «χαλκίτης» (να είχε θητεύσει στην Πατριαρχική Σχολή της Χάλκης). Το απολυτοποιημένο αυτό προαπαιτούμενο παγίδευσε σημαντικές στην Ευρώπη ελληνικές επισκοπές σε παντοδαπή αποχή από τις κοσμογονικές (κυριολεκτικά) διεργασίες που αφορούν στο μέλλον και στον ιστορικό ρόλο της ΕΕ.
Πώς να μετάσχουν σε τέτοιες διεργασίες επίσκοποι που μετά βίας επαρκούν για τις τυπικές, «παπαδικές» υποχρεώσεις τους, ανίκανοι να οργανώσουν έστω και μια σειρά διαλέξεων ή μια σοβαρή εκδοτική παρέμβαση στην ευρωπαϊκή βιβλιαγορά;
Κάποιοι από αυτούς μόλις και θα άντεχαν τις ευθύνες μιας ενορίας σε επαρχιακή ελλαδική κωμόπολη, και βρέθηκαν να πρέπει να εκπροσωπήσουν τα μέγιστα και τα τίμια του Ελληνισμού «εν μέσω της καμίνου» στην Ευρώπη (ή και στην Αμερική) σήμερα. Την ίδια ώρα, που στον έγγαμο ελλαδικό κλήρο, αλλά και στην αγιορείτικη αφάνεια και σιωπή, οι εκπλήξεις μιας νεολαίας, με συναρπαστική εγρήγορση επικαιρική, παραμένουν άγνωστες και αδιάφορες για τους αξιωματούχους των θεσμών αλλά ουραγούς της Ιστορίας.
H απελπιστικότερη ίσως πτυχή παρακμής του Ελληνισμού είναι η ολική έκλειψη αισθητηρίου αξιολόγησης της ποιότητας – ειδικά μέσα στην Εκκλησία.

 

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

 


Translate this post