Παραισθησιογόνος αντιμαχία: Η κατάντια των ΜΜΕ
OPINION
Από τον Χρήστο Γιανναρά (*)
Η ωμή, χυδαία κερδοσκοπία, ο εντυπωσιασμός και η ευκατάποτη του κοινού παραπλάνηση κατευθύνουν πλέον τις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια, με θύμα την αντικειμενική πληροφόρηση.
ΟΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ (εύκολα προσβάσιμες στο «διαδίκτυο») βεβαιώνουν ότι το ποσοστό των πολιτών που διαβάζουν εφημερίδα είναι πια ασήμαντο και μειώνεται συνεχώς. Το ποσοστό όσων διαβάζουν βιβλία (μιλάμε για την ελλαδική κοινωνία) παραπέμπει μάλλον σε «είδος υπό εξαφάνισιν». Για την πολιτική οι πολίτες πληροφορούνται σχεδόν αποκλειστικά από την τηλεόραση.
H δραματική μείωση της ανάγνωσης εφημερίδων μοιάζει να αντιμετωπίζεται «στρατηγικά» από τα ίδια «επιτελεία» που σχεδιάζουν και τις εκστρατείες για την «προώθηση» αλλαντικών ή απορρυπαντικών στις υπεραγορές: Μοναδικός τους στόχος, να κερδίσουν τις εντυπώσεις, να υποκλέψουν το ενδιαφέρον ή τη συμπάθεια του παθητικού καταναλωτή.
Στην περίπτωση των εφημερίδων, να τις καταστήσουν «εύπεπτες» και «γοητευτικές» όσο είναι και η τηλεόραση. Δηλαδή, να έχει προτεραιότητα ο εντυπωσιασμός, η ευκατάποτη παραπλάνηση, όχι η πληροφόρηση ούτε η πολιτική ανάλυση.
Ενδεικτικό της εξομοίωσης των εφημερίδων με τα αλλαντικά είναι το επίπεδο στο οποίο έχουν υποβιβαστεί τα «ένθετα» ή οι σελίδες «πολιτισμού» των εφημερίδων: Παλεύουν να κερδίσουν για αναγνωστικό τους κοινό τη «νεολαία» της εξυπνακιδίστικης «αμερικανιάς», που, έτσι κι αλλιώς, αποκλείεται να πιάσει ποτέ στα χέρια της εφημερίδα.
Το πιο αξιοπερίεργο είναι ότι τα χρυσοπληρωμένα ξεφτέρια της λογικής του μάρκετινγκ δεν διδάσκονται από τα τρομακτικά δεδομένα της πρόσφατης εμπειρίας.
Κολοσσοί δημοσιογραφικών συγκροτημάτων οδηγήθηκαν σε εξευτελιστική χρεοκοπία και εξαφανίστηκαν, ακριβώς επειδή πειθάρχησαν στην κρετινική δεοντολογία του «εύπεπτου», του γυαλιστερού, του ηδονικά καταναλώσιμου. H προτίμηση για τη μικρόνοια και το κιτς μπορεί να υπερτερεί ως αριθμητικό μέγεθος, αλλά όχι και ως αγοραστική ετοιμότητα.
Ακόμα και σε περιόδους που εμφανίζονται παμπληθία οι «λειτουργικώς αναλφάβητοι», την πορεία της κοινωνίας τη διαμορφώνουν κάποιες εφημερίδες όχι χάρη στα φύλλα που πουλάνε, αλλά χάρη στο επίπεδο των κειμένων τους.
Σίγουρα, το πρόβλημα της πολιτικής πληροφόρησης και κριτικής έχει αφορμίσει επικίνδυνα στην ελλαδική κοινωνία. Τα Δελτία Ειδήσεων ιδιωτικών καναλιών και κρατικών ΜΜΕ προσφέρουν εικόνες της ίδιας πραγματικότητας όχι απλώς διαφορετικές, αλλά ασύμπτωτες και αλληλοαναιρούμενες. Έτσι καταργείται κάθε λογική «δημόσιου» λόγου, κάθε βάση συν-εννόησης.
ν
Βυθισμένοι στην άγνοια και στη σύγχυση
Το ίδιο συμβάν, σε «αντίπαλα» κανάλια συνιστά διαφορετική πληροφορία – το ίδιο περιστατικό με τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια ενεργήματα προβάλλεται στο ένα κανάλι σαν θρίαμβος κυβερνητικός και στο άλλο σαν παταγώδης αποτυχία της κυβέρνησης.
Επομένως ο πολίτης που ζει καθημερινά τον εφιάλτη καταστροφής της ζωής του, των εισοδημάτων του, των προοπτικών του, αποκλείεται να μάθει το «γιατί»: ποιο ήταν το λάθος, τι προέκυψε συμπτωματικά και τι συνιστούσε εμπρόθετη κακουργία, τι ανεύθυνη επιπολαιότητα, τι ασυγχώρητη ανικανότητα και μικρόνοια.
Βυθισμένος στην άγνοια και στη σύγχυση που μεθοδικά του καλλιεργούν τα κανάλια, ο πολίτης είναι αδύνατο να ψηφίσει με ελεύθερη κρίση και βούληση. Ψηφίζει για να εκτονωθεί, ψηφίζει με την τυφλή λογική των καναλιών: για να αντιπολιτευθεί τυφλά ή να συμπολιτευθεί τυφλά. Άλλη λογική δεν ξεμυτίζει στον πολιτικό βίο των Ελλήνων σήμερα.
Και είναι κυριολεκτικά παρανοϊκό το γεγονός ότι αυτή την τυφλότητα της πόλωσης την επιλέγουν τα τηλεοπτικά κανάλια εν ψυχρώ, για να κερδοσκοπήσουν. Τα κυβερνητικά, για να κερδίσουν την ανοχή ή την κατάφαση των πολλών στην κατάχρηση που κάνουν της εξουσίας. Και τα αντιπολιτευόμενα, για να κερδίσουν νούμερα τηλεθέασης επομένως χρήμα από τις διαφημίσεις, και προοπτική εξουσίας.
Αυτή η ωμή, χυδαία κερδοσκοπία επιβάλλει άτεγκτα τους όρους της στο πολιτικό σύστημα αποκλείοντας κάθε στόχευση σε ανάγκες κοινωνικές και βασανιστικά για τον λαό προβλήματα. Όταν λέμε «κάθε στόχευση» δεν γενικεύουμε, κυριολεκτούμε.
Εδώ και δεκαετίες πια, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, δεν μπορεί (αδυνατεί, και να θέλει δεν καταφέρνει) να σκεφθεί προβλήματα, διαχείριση προβλημάτων, σκέφτεται διαχείριση εντυπώσεων. Ψυχαναγκαστικά – δηλαδή πρόκειται για ανθρωπολογική αλλοίωση, η ενασχόληση με την πολιτική επενεργεί στους ανθρώπους σαν το ραβδάκι της Κίρκης. Ζουν με τις εντυπώσεις, χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας.
Και δεν υπάρχει αντιφάρμακο γι’ αυτή τη λοιμική, καμιά παιδαγωγία και καμιά απειλή δεν μπορεί να την αναχαιτίσει. Ίσως θα μπορούσε μόνο η EΣHEA, αλλά στα χέρια σθεναρών, ώριμων, ιδιοφυών δημοσιογράφων, αποφασισμένων να αντισταθούν στον ολοκληρωτισμό της τυραννίας των εντυπώσεων. Διότι κινδυνεύει να ταυτιστεί στις συνειδήσεις το δημοσιογραφικό επάγγελμα με το είδος των επιτηδευμάτων που προϋποθέτουν νομοτελειακά τον αμοραλισμό. Και είναι κρίμα.
Παγκοσμιοποιημένο ασφαλώς το πρόβλημα, αλλά όχι από αυτά που μια επιμέρους κοινωνία αδυνατεί, από μόνη της, να το αντιμετωπίσει. Ας θυμηθούμε το «ανεπαισθήτως» του Καβάφη και ποιαν απειλή αντιπροσωπεύει: O στόχος του μάρκετινγκ, η λογική των μεθοδεύσεών του, είναι να επιλέγουν οι άνθρωποι «ανεπαισθήτως», άλογα και οριστικά: εξαρτημένοι από την οδοντόκρεμα, το απορρυπαντικό, την ίδια πάντα «ομαδάρα», το ίδιο κάθε μέρα καφενείο, το ίδιο κόμμα όσα κακουργήματα κι αν το βαραίνουν.
H απεξάρτηση από την τυραννία των «εντυπώσεων» είναι όρος ψυχικής υγείας. Και ιστορικής επιβίωσης.
(*) Ο Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.