Τα κατορθώματα των Σινόμπι, των ανδρών Νίντζα, και των Κουνόιτσι, των γυναικών Νίντζα, αποτέλεσμα πολύχρονης άσκησης ψυχής και σώματος, παραμένουν έως σήμερα θρυλικά.
ν
ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με τους Σαμουράι, που γνωρίζουμε τα ονόματα και την ιστορία των πιο διάσημων από αυτούς, οι Νίντζα απέφευγαν τη δημοσιότητα, προτιμώντας να μένουν στη σκιά. Υπάρχουν ελάχιστες εικόνες και ακόμη πιο λίγα στοιχεία για τη ζωή τους, καθώς πολλές φορές κάλυπταν αυτό που πραγματικά ήταν, προβάλλοντας κάποια άλλη εξωτερική ιδιότητα.
Οι Σινόμπι, όπως ονομάζονταν οι άνδρες Νίντζα, είχαν τελειοποιήσει τις τεχνικές της παραφύλαξης, της απόκρυψης και της παραπλάνησης, και επιτίθονταν ακριβώς τότε που το θύμα τους αισθανόταν απόλυτα ασφαλές.
Ήταν επίσης ενήμεροι για τις ανθρώπινες αδυναμίες των αντιπάλων τους, τις οποίες εκμεταλλεύονταν προς όφελός τους. Σημαντικοί πολέμαρχοι, για παράδειγμα, είχαν πολλές υπηρέτριες και παλλακίδες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για τη σεξουαλική τους ικανοποίηση. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες Νίντζα, γνωστές ως Κουνόιτσι, να μεταμφιέζονται και να χτυπούν εκεί όπου οι άντρες Νίντζα κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύχαιναν. ν
Η Mochizuki Chiyome (16ος αιώνας) ήταν μια ευγενής που δημιούργησε την πρώτη ομάδα Κουνόιτσι, ή γυναικών Νίντζα. Image: Supplied ν
Σύμφωνα με τα θρυλούμενα, μερικές γυναίκες Νίντζα έκρυβαν μέσα στον κόλπο τους εύθραυστα φιαλίδια με δηλητήριο, που έσπαγαν κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, με αποτέλεσμα ο εχθρός τους να βρίσκει ακαριαίο θάνατο.
Όσο για τις ίδιες της Κουνόιτσι, αυτές έπαιρναν επί χρόνια μικρές ποσότητες της τοξίνης, μέχρις ότου αποκτήσουν ανοσία στη δράση της δηλητηριώδους ουσίας.
Πάντως, δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο αν πράγματι οι Κουνόιτσι χρησιμοποιούσαν αυτή τη μέθοδο εξόντωσης των αντιπάλων τους ή αν πρόκειται για διαδόσεις και προκαταλήψεις που περιέβαλλαν τις μυστηριώδεις γυναίκες Νίντζα. ν
Γυναίκες Νίντζα: Βαμμένες, στολισμένες και οπλισμένες με σπαθιά Νιντζάτο (1560). Image: Supplied ν
Σαμουράι εναντίον Nίντζα
Αν και ακολουθούσαν το ίδιο μονοπάτι πολεμικών τεχνών, οι Νίντζα κρίθηκαν κοινωνικά υποδεέστεροι από πολλούς, ιδιαίτερα από τους πολεμιστές Σαμουράι, οι οποίοι θεωρούσαν προδοτική την απουσία κάθε έννοιας «τιμής», καθώς και την έλλειψη σεβασμού στις αυστηρές κοινωνικές δομές που χαρακτήριζε τους πρώτους.
Οι Σαμουράι ήταν οι ιππότες της εποχής εκείνης, που ζούσαν και πολεμούσαν με αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς και αφοσίωσης. ν
Αυτή η σπάνια φωτογραφία που ελήφθη μεταξύ των ετών 1862 και 1900, δείχνει μια ομάδα Σαμουράι λίγο πριν οι ευγενείς αυτοί πολεμιστές εξαφανιστούν εντελώς από τον χάρτη της ιστορίας. Image: Supplied ν
Οι Νίντζα, από την άλλη μεριά, δεν είχαν τέτοιους κώδικες. Ήταν ψυχροί και αδίστακτοι και πωλούσαν τις πολεμικές τους δεξιότητες σε όποιον τους έδινε τα περισσότερα χρήματα.
Αντιμετωπιζόμενοι ως άνανδροι, οι Νίντζα θανατώνονταν μερικές φορές έχοντας υποστεί φοβερά βασανιστήρια, όταν συλλαμβάνονταν από τους Σαμουράι.
Μερικά από τα πιο φριχτά ήταν το βράσιμο σε καυτό νερό, το γδάρσιμο και ο ανασκολοπισμός. Πολλοί Νίντζα είχαν πάντα μαζί τους δηλητήριο, για να μπορέσουν να αυτοκτονήσουν στην περίπτωση που θα συλλαμβάνονταν.
Έχει μάλιστα καταγραφεί ότι ένας δεμένος και καταδικασμένος σε θάνατο Νίντζα δάγκωσε τη γλώσσα του και πέθανε από αιμορραγία, προκειμένου να αποφύγει τα βασανιστήρια των Σαμουράι.
ν
ν
Τα όπλα των Νίντζα
Το νίντζουτσου προέβλεπε τη χρήση ποικίλων όπλων, τα οποία, στα έμπειρα χέρια των Νίντζα, απέβαιναν οπωσδήποτε μοιραία.
– Κουσαρίγκαμα. Μια πολύ γερή αλυσίδα με ένα βαρίδι στη μια της άκρη και ένα πολύ κοφτερό και μυτερό δρεπάνι στην άλλη. Αφού το περιέστρεφαν με μεγάλη ταχύτητα στον αέρα, το εκτόξευαν προς τον αντίπαλό τους, με σκοπό είτε να τον σκοτώσουν είτε να τον αιχμαλωτίσουν.
– Κοντάρι Μπo. Ένα κοντάρι μήκους 1,8 μέτρων, που έφερε αλυσίδα ίδιου μήκους και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί είτε για να αποκρούσει μια επίθεση με σπαθί είτε για να παγιδεύσει και να ρίξει κάτω τον αντίπαλο.
– Νιντζάτο. Ένα κοντό σπαθί, εύκολο στο κρύψιμο και πιο επίπεδο από το κατάνα των Σαμουράι. Συχνά, η λαβή του περιείχε δηλητήριο. Ακόμη, ένα σχοινί δεμένο από αυτή μπορούσε να χρησιμεύσει για το στραγγαλισμό του αντίπαλου.
– Σούρικεν. Ήταν ένα αιχμηρό μεταλλικό όπλο σε σχήμα αστεριού, που ο πολεμιστής Νίντζα μπορούσε να εκτοξεύει με τρομερή ακρίβεια εναντίον στόχων που βρίσκονταν σε απόσταση έως και εννέα μέτρων. Ο Νίντζα είχε μαζί του εννέα ειδών σούρικεν, τα οποία μπορούσε να πετάξει ταυτόχρονα προς το αντίπαλο στρατόπεδο επιφέροντας σύγχυση και πανικό. Τα σούρικεν συχνά ήταν βουτηγμένα σε δηλητήριο, ώστε να επιφέρουν ακαριαίο θάνατο.
–Βοηθητικά όπλα. Ο Νίντζα κουβαλούσε επίσης διάφορα χρήσιμα εκτοξευόμενα αντικείμενα, όπως τα γνωστά «αστέρια» (σούρικεν), σωλήνα με δηλητηριώδη βέλη, μακριές βελόνες, σιδερόβεργες, στιλέτα, εμπρηστικές βόμβες, καπνογόνα και χειροβομβίδες φτιαγμένες από εκρηκτικές χημικές ουσίες. ν
Η τέχνη της εξαφάνισης
Μέρος από τις φήμες για τις υπερφυσικές δυνάμεις των Νίντζα πήγαζαν από την ικανότητά τους να προβλέπουν τις αντιδράσεις των εχθρών τους, τους οποίους μελετούσαν καλά. Έτσι προετοιμάζονταν κατάλληλα. Μαζί με το σχέδιο διείσδυσης, ο Νίντζα κατέστρωνε προκαταβολικά κι ένα σχέδιο διαφυγής.
Ένα από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσε ήταν και το εξής: έσκαβε από πριν έναν λάκκο και τον γέμιζε με στάχτη, έτσι ώστε από μακριά να φαίνεται σαν στέρεο έδαφος. Οπότε, ο καταδιωκόμενος Νίντζα μπορούσε να πηδήξει και να κρυφτεί μέσα στο λάκκο, δημιουργώντας στους διώκτες του την εντύπωση ότι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. ν
Αριστερά: Νίντζα με πολεμική εξάρτηση. Δεξιά: Στην καθημερινή ζωή, ντυμένος απλά, ο Νίντζα περνούσε απαρατήρητος. Image: Supplied ν
Το νίντζουτσου γεννήθηκε στην επαρχία Ίγκα, τον 12ο αιώνα. Μέσα από εντατική εξάσκηση σώματος και πνεύματος, οι εκπαιδευόμενοι μάθαιναν πώς να αντιμετωπίζουν, όντας άοπλοι, επίθεση με σπαθί και να χειρίζονται άψογα μεγάλη ποικιλία όπλων. Επίσης, αποκτούσαν σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες στην αναρρίχηση και την παραβίαση χώρων.
Σχημάτιζαν με τα χέρια τους μυστικά σύμβολα για να συγκεντρώνουν το μυαλό τους στο εδώ και τώρα. Πολλοί πίστευαν πως αυτές οι χειρονομίες δύναμης είχαν υπερφυσική προέλευση και ότι οι Νίντζα τις είχαν μάθει από κάποια παράξενα πλάσματα που έμοιαζαν ταυτόχρονα με κοράκι και καλικάντζαρο και ονομάζονταν Τένγκου. ν
Οι Νίντζα είχαν εννέα χειρονομίες δύναμης (μούντρα). Image: Supplied ν
Η μακροβιοτική διατροφή των Νίντζα
Μυστήριο και σιωπή περιβάλλουν ακόμη και τις διατροφικές συνήθειες των πολεμιστών της σκιάς. Αυτοί οι επικίνδυνοι εκτελεστές έζησαν ζωές τόσο ανεξιχνίαστες και σκοτεινές, ώστε η γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας να παραμένει μέχρι σήμερα εξαιρετικά θολή.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Stephen Turnbull, ο οποίος έχει μελετήσει εκτενώς τον πολιτισμό και την ιστορία των Νίντζα, αυτοί οι μυστικοί πολεμιστές-αντάρτες έφτασαν στην ακμή τους στον ορεινό νομό Mie της Ιαπωνίας μεταξύ των ετών 1487 και 1603.
Πρόκειται για έναν αιώνα σημαντικών στρατιωτικών συγκρούσεων με στόχο την κατάληψη της εξουσίας, στη διάρκεια του οποίου οι Νίντζα ανέπτυξαν και τελειοποίησαν εξαιρετικά εξειδικευμένες τεχνικές μυστικότητας και πολέμου που είτε δεν υπήρχαν είτε βρίσκονταν στο περιθώριο.
Οι διατροφικές συνήθειές τους ήταν ευθυγραμμισμένες με την θρησκευτική τους πίστη –τον ιαπωνικό βουδισμό ή το Σίντο– η οποία όμως δεν είχε την ίδια σημασία με τη θρησκεία έτσι όπως την εννοούμε στη Δύση. Καθαρά πρακτικοί τύποι, οι Νίντζα χρησιμοποιούσαν τις εσωτερικές μεθόδους διαλογισμού του Mikkyō (του ιαπωνικού βουδισμού) για να οξύνουν την εστίαση και την αυτοσυγκέντρωσή τους και να αποκτήσουν «ειδικές δυνάμεις».
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το kuji – ένα σύνολο εννέα χειρονομιών δύναμης (μούντρα) που υποτίθεται ότι οξύνουν το νου, χαρίζουν σθένος και αφυπνίζουν εσωτερικές δεξιότητες.
Λόγω του βουδισμού και του σιντοϊσμού οι Νίντζα ήταν στην πλειοψηφία τους χορτοφάγοι, αν και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κατά τις οποίες, προκειμένου να επιβιώσουν σε αντίξοες συνθήκες, έτρωγαν κρέας, ακρίδες, φίδια, ακόμη και βατράχια. Η βασική τους πάντως διατροφή αντανακλούσε την ταπεινή, αγροτική καταγωγή τους.
Δύο πράγματα ήταν γι’ αυτούς σημαντικά: α) να είναι ευκίνητοι, και β) να μην μυρίζουν, γιατί κινδύνευαν να εντοπιστούν από τον εχθρό.
Έτσι, αυτοί οι κατάσκοποι και εκτελεστές απέφευγαν όλα τα καρυκεύματα και τις καυτερές τροφές, καθώς και το αλμυρό κρέας και ψάρι στις διάφορες μορφές του (μπέικον, παστουρμά, σαλάμι, παστές σαρδέλες κτλ.).
Απέφευγαν επίσης τα πράσα, τα σκόρδα, τα κρεμμύδια και τα άλλα προϊόντα της οικογένειας των Αμαρυλλιδοειδών. Δεν έτρωγαν επίσης κόκκινο κρέας, επειδή επιβαρύνει το σώμα.
Για να είναι ευλύγιστοι, φρόντιζαν να τρώνε τέτοιες ποσότητες φαγητού ώστε το βάρος του σώματός τους να μην ξεπερνά ποτέ τα 60 κιλά. ν
Οι Νίντζα έπρεπε να έχουν σώμα ελαφρύ και ευλύγιστο χωρίς μυρωδιές για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του νίντζουτσου. ν
Σύμφωνα με τον Makato Hisamatsu, που διευθύνει το πρόσφατα ανακαινισμένο κέντρο Νίντζα του Πανεπιστημίου Mie, είχαν δύο γεύματα τη μέρα, αποτελούμενα κυρίως από κεχρί, πίτουρο, καστανό ρύζι, μίσο και άγρια φρούτα και λαχανικά. Ήταν μια ισορροπημένη διατροφή με πολλά αντιοξειδωτικά και μακροβιοτικά στοιχεία.
Το μίσο είναι ένα είδος πάστας, το οποίο θυμίζει ταραμά στην υφή και τη γεύση και παρασκευάζεται κυρίως από φασόλια σόγιας, θαλασσινό αλάτι και από ρύζι ή κριθάρι, τα οποία έχουν υποστεί μακροχρόνια ζύμωση με ειδικά ένζυμα. Σήμερα αποτελεί τη βάση της μακροβιοτικής κουζίνας.
Αυτού του είδους η χορτοφαγική διατροφή έκανε το σώμα τους να αναδίδει ένα ελαφρό άρωμα μόσχου. ν
Χάπια πείνας και χάπια δίψας
Οι περισσότερες πληροφορίες που αφορούν τη διατροφή των Νίντζα προέρχονται από το έπος Bansenshukai (κατά λέξη «Η θάλασσα των μυριάδων ποταμών που εκβάλλουν σε αυτήν»), έργο του 1676. Σε αυτό διαβάζουμε ότι οι Νίντζα χρησιμοποιούσαν τα λεγόμενα «χάπια πείνας» που μπορούσαν να τους κρατήσουν ακμαίους στη διάρκεια μακρών, μυστικών ταξιδιών μέσα από μέρη όπου τα τρόφιμα ήταν σπάνια.
Η συνταγή συνδυάζει ορισμένες ποσότητες φραγκοστάφυλων, με κανέλα, κολλώδες (μαύρο) ρύζι και κουκούτσια λωτού.
Μια άλλη «μαγική» τροφή ήταν μπάλες από σκόνη από φλοιό πεύκου, ανακατεμένη με τζίνσενγκ και άσπρο ρύζι, που μαγειρεύονταν στον ατμό μέσα σε ένα καλάθι. «Χωρίστε την τροφή και δώστε την σε 15 άτομα και δεν θα λιμοκτονήσουν ακόμη κι αν δεν φάνε τίποτε άλλο για τρεις ημέρες», αναφέρει το έπος Bansenshukai.
Σύγχρονοι υπολογισμοί έδειξαν ότι κάθε μπάλα έχει περίπου 300 θερμίδες – όχι αρκετές για να καλύψουν την αξία ενός γεύματος, αλλά αρκετές για το σνακ ενός οδοιπόρου.
Οι Νίντζα είχαν επίσης εφεύρει και «χάπια δίψας», που τα έπαιρναν μαζί τους όταν ταξίδευαν σε άνυδρους τόπους. Αποτελούνταν από κοπανισμένο πολτό umeboshi (είδος ιαπωνικού δαμάσκηνου), μανιτάρια, ερυσίβη (μύκητας σίκαλης) και κρυσταλλική ζάχαρη – ένας ισχυρός συνδυασμός τροφών πλούσιων σε ηλεκτρολύτες που χρησιμοποιείται σήμερα ως φάρμακο για το hangover.
Όπως γράφει ο Άντονι Κάμμινς στα βιβλία του Σαμουράι και Νίντζα, αυτά τα χάπια είναι κατάλληλα για τους δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Οι Νίντζα τα ανακάλυψαν γνωρίζοντας ότι θα βρίσκονταν για παρατεταμένες χρονικές περιόδους με ελάχιστα ή καθόλου τρόφιμα και η αντοχή τους θα άρχιζε να μειώνεται. ν
Σπάνια εικόνα του θρυλικού Νίντζα-πειρατή Φούμα Κοτάρο (περ. 1600), του επιλεγόμενου «Δαίμονα του ανέμου». Σε αντίθεση με τις άλλες οικογένειες Νίντζα που δεν εμπλέκονταν άμεσα σε μάχες, προτιμώντας τις δολοφονίες, την κατασκοπία και το σαμποτάζ, τα μέλη της οικογένειας Φούμα διακρίθηκαν στον ανταρτοπόλεμο. Image: Supplied ν
Τα κείμενα του Ιάπωνα στρατιωτικού συγγραφέα Chikamatsu Shigenori του 18ου αιώνα αναφέρουν ότι οι Νίντζα είχαν βρει και μια άλλη χρήση του φαγητού – ως μέσου αποστολής μυστικών μηνυμάτων.
Αν ήθελαν να γνωστοποιήσουν μια ημερομηνία, έστελναν κομμάτια ψαριού σούσι, με το μέγεθος και τον αριθμό των κομματιών που αντιστοιχούσαν στο μήνα και την ημέρα. Αν ήθελαν να απειλήσουν τη ζωή κάποιου, του έστελναν αλατισμένα ψάρια. Αν ήθελαν να προειδοποιήσουν για εμπρησμό, έστελναν αποξηραμένα ψάρια.
Αν ήθελαν να ζητήσουν ενισχύσεις, έστελναν κομμάτια από κέικ. Για να ειδοποιήσουν τις φίλιες δυνάμεις να επιτεθούν στα νώτα του εχθρού, έστελναν μικρά ψωμάκια. Για να ζητήσουν προμήθειες έστελναν κέικ ρυζιού. Για την προστασία του μηνύματος αλλά και του κομιστή, ο αγγελιαφόρος είχε πάντα μαζί του και μια ανώδυνη επιστολή, σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια του εχθρού.
Το 1670 οι Νίντζα είχαν γίνει τόσο θρυλικοί, που τους αποδίδονταν υπερφυσικές ιδιότητες. Ο κόσμος τους θεωρούσε σαν ένα δηλητηριώδες αέριο που μπορούσε να διεισδύσει παντού με ολέθριες συνέπειες και που κανείς δεν μπορούσε να το ανιχνεύσει: ήταν ελαφρύτερο από τον αέρα, έφτανε έως τις πιο αδιαπέραστες περιοχές και δεν είχε μυρωδιά.
Ωστόσο, ακόμη πιο παράξενη ήταν η φιλοσοφία τους και η πνευματική ατραπός που ακολουθούσαν. ν