Εικόνες ντροπής στη Μάνδρα Αττικής. Λάσπες και κατεστραμμένα σπίτια. Για μια ακόμη φορά οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των καιρικών συνθηκών.
ν
Η ΑΤΤΙΚΗ Οδός δεν αντιμετωπίζει προβλήματα και η κυκλοφορία στην Παλαιά Εθνική Οδό έχει αποκατασταθεί. Όλα δείχνουν ότι έχει ξημερώσει μια «κανονική» μέρα και τίποτα δεν προδιαθέτει τον ταξιδιώτη για όσα θα αντικρίσει παίρνοντας τον δρόμο για τη Μάνδρα Αττικής…
Τόνοι από μπάζα, σκουπίδια, κορμούς δέντρων αποτελούν το κυρίαρχο τοπίο στην πόλη, που βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 40 χιλιομέτρων από το κέντρο της Αθήνας. Ερείπια, χαντάκια, κόσμος να αντλεί νερά από σπίτια και καταστήματα, λάσπη παντού, μετά τη νεροποντή της 26ης Ιουνίου που κόντεψε να πνίξει ξανά τους κατοίκους της Μάνδρας.
Συνεργεία και οχήματα του Δήμου και της Περιφέρειας έχουν κινητοποιηθεί άμεσα, όπως και οι αρμόδιες υπηρεσίες που καταγράφουν ζημιές σε κεντρικούς δρόμους που καταστράφηκαν για ακόμα μια φορά, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Κοροπούλη, Στρατηγού Ν. Ρόκα, Αγίας Αικατερίνης. Δρόμοι που έσφυζαν από ζωή, με μαγαζιά, καφετέριες, σπίτια τώρα γέμισαν (ξανά) λάσπη και χαλίκια. ν
Πλημμύρισε ξανά η Μάνδρα Αττικής – 26 Ιουνίου 2018 v
ν
«Τα παιδιά όλης της Μάνδρας είναι ενός κατώτερου Θεού»
Ο Μιχάλης Μαρούγκας κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του τον Νοέμβριο όταν εγκλωβίστηκε στο κατάστημά του και ένα αμάξι, παρασυρμένο από τον χείμαρρο, διέλυσε τη τζαμαρία. Επτά μήνες μετά, έζησε ξανά τον εφιάλτη. Η ζωή του δεν κινδύνευσε, κυρίως γιατί ο ίδιος (όπως και χιλιάδες άλλοι κάτοικοι της Μάνδρας) φρόντισε να «οχυρώσει» την επιχείρησή του, αντικαθιστώντας τη τζαμαρία με τοίχο.
«Παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Έτσι αισθάνομαι για τα παιδιά τα δικά μου, τα παιδιά όλης της Μάνδρας. Έχω ζήσει την πόλη στα καλά της, στα όμορφά της… Η προχθεσινή πλημμύρα δεν είχε σχέση με του Νοεμβρίου, ήταν ένα “κλικ” λιγότερο από αυτές του 2015 και του 1997. Ωστόσο, αν με έπαιρνε εμένα, θα με έπνιγε. Το νερό ξεπέρασε το 1,5 μέτρο» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μαρούγκας, ιδιοκτήτης αρτοποιείου το οποίο λειτουργεί από το 1972.
Οργισμένος καταγγέλλει την αδιαφορία των υπευθύνων και βάζει στο «στόχαστρο» το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας και της τοπικής αυτοδιοίκησης:
«Μας έχουν αφήσει στο έλεος του Θεού, υποβαθμίζουν τόσο πολύ την περιοχή, για να φέρουν εδώ τις χωματερές. Σε σχέση με τον Νοέμβριο δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Έχουν δοθεί λεφτά, εκατομμύρια, αλλά δεν έχει γίνει τίποτα. Πού πήγαν αυτά τα χρήματα; Δυστυχώς και ο προηγούμενος Δήμαρχος και η τωρινή, αλλά και οι περιφερειάρχες, χρησιμοποίησαν τη μεγάλη πλημμύρα και τον πόνο του λαού ως προεκλογική εκστρατεία. Δεν βγάζω κανέναν έξω. Όσον αφορά τους υπόλοιπους, δεν είδαμε κανέναν». ν
«Ως πότε θα αντέχεις να αρχίζεις από το μηδέν;»
Η κυρία Φρόσω που σκούπιζε χαλίκια και χώμα από την βεράντα της, υποστήριξε ότι αυτή τη φορά οι μηχανισμοί λειτούργησαν. Όμως η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη.
«Ως πότε θα αντέχεις να αρχίζεις από το μηδέν; Είναι άξιοι συγχαρητηρίων όσοι κρατάνε τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις τους στη Μάνδρα. Είναι ήρωες! Χάρη σ’ αυτούς η Μάνδρα ζει ξανά. Αν είχαν φύγει όλοι, τί θα κάναμε μετά;», αναρωτήθηκε.
«Αυτή τη φορά, πάντως,», είπε, «όλα λειτούργησαν πιο γρήγορα. Από την πρώτη στιγμή ήταν τα μηχανήματα στους δρόμους, υπήρξε άμεση κινητοποίηση. Τον Νοέμβριο είχε πλημμυρίσει και το αμαξοστάσιο του Δήμου, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν εκεί τα οχήματα και να περιμένουμε εξωτερική βοήθεια. Δεν γίνεται όμως να ζούμε έτσι. Τα παιδιά μας πηγαίνουν στο φροντιστήριο, στο σχολείο. Με το που πιάνει μια βροχή τί θα κάνουμε; Θα τους πούμε μην τολμήσετε να βγείτε έξω;»
Καίρια είναι τα ερωτήματα που θέτει η κυρία Σωτηρία, κάτοικος Μάνδρας που βλέπει την πόλη της να ερημώνει.
«Μια φίλη μου που έχει αγοράσει σπίτι εδώ πιο κάτω, μού λέει: “Να το πάρει η τράπεζα να σηκωθώ να φύγω”. Παρ’ ότι ο αδελφός της έχει ανοίξει μαγαζί. Τι να κάνουμε; Αυτή η δουλειά θα γίνεται κάθε τρεις και λίγο; Ο καθένας μας έχει μια περιουσία, ακόμα και το ποδήλατο να χάσεις στην πλημμύρα, δεν είναι εύκολο να το αγοράσεις αυτήν την εποχή. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Βρέχει και φοβάσαι, σκέφτεσαι ότι μπορεί να έλθει και πάλι. Θα είμαστε για πάντα με την ψυχή στο στόμα; Κάτι πρέπει να γίνει, να πάρουμε κι εμείς τα πάνω μας. Βλέπουμε ότι οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν συνεχώς. Τί πρέπει να κάνουμε εμείς; Να μείνουμε σπίτι; Ο μικρός μου γιος τώρα πήγε βόλτα με το ποδήλατο. Να του το απαγορεύσω;»
Λέει ακόμα ότι «έχει φύγει πολύς κόσμος. Ειδικά όσοι νοίκιαζαν σπίτι κοντά στο ποτάμι, δεν έχει μείνει κανείς. Σιγά-σιγά θα φύγουν και οι ιδιοκτήτες. Έχουμε φτάσει πια στο σημείο ο ένας να τρώει τον άλλον γιατί πήρε περισσότερα. Είναι μικρή η κοινωνία και ξέρουμε ποιος πήρε τι…» ν