Σον Κόνερυ: Χορεύοντας με ένα φάντασμα…

Κατηγορία ΘΕΜΑΤΑ, Παραφυσικό

ΠΑΡΑΦΥΣΙΚΟ

Από τον Ανδρέα Τσάκαλη

 

Ο Σον Κόνερυ αφηγείται μια παραφυσική εμπειρία που είχε στα νεανικά του χρόνια στα Κάμπριαν, τα βουνά της Ουαλίας και η οποία επέδρασε πάνω του με αποφασιστικό τρόπο.

ν

ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ επώνυμοι δημοσιοποιούν κάποια εμπειρία τους από το χώρο του παραφυσικού. Ένας από αυτούς, ο Σον Κόνερυ, αναφέρεται σε μια τέτοια εμπειρία που είχε στα νεανικά του χρόνια στα βουνά της Ουαλίας και η οποία επέδρασε πάνω του με αποφασιστικό τρόπο.

«Μια ομιχλώδη νύχτα πήγαινα με τη μηχανή μου πάνω στα βουνά της Ουαλίας. Ένας άγνωστος σκελετωμένος άνδρας, τυλιγμένος στην κάπα του, μού μίλησε για την κόρη του Αρμόν, με την οποία είχα χορέψει πριν λίγο. Όπως έμαθα αργότερα, η Αρμόν είχε ζήσει πριν από ένα αιώνα…»

Έτσι περιγράφει την εμπειρία του ο διάσημος Bρετανός ηθοποιός Σον Κόνερυ, που έγινε αρχικά γνωστός με τις ταινίες όπου ενσάρκωνε τον μυστικό πράκτορα Τζέιμς Μποντ. Άλλες επιτυχίες του ήταν οι ταινίες: O Λόφος της Nτροπής, O Άνεμος και το Λιοντάρι, Το Όνομα του Ρόδου, Xαϊλάντερ ο Aθάνατος, Διπλή παγίδα κ.ά.

«Όταν ήμουν δεκάξι χρονών», θυμάται ο Σον Kόνερυ, «κατέβαινα ένα βράδυ με τη μηχανή μου προς το Λαντούντνο. Έκανε κρύο και η νύχτα, γεμάτη ομίχλη, με τύλιγε από παντού. Επέστρεφα από τη μεγάλη χορευτική βραδιά που γινόταν στο Κάρμοκ, πάνω στα βουνά και η οποία ήταν πασίγνωστη για τα κορίτσια που έβρισκες εκεί: τα βουνά, τα κορίτσια και η μπίρα της Ουαλίας!

»Η σκέψη γυρνούσε σε όλα αυτά καθώς προσπαθούσα να φανταστώ τι δικαιολογία θα έλεγα στο θείο μου, ο οποίος με φιλοξενούσε τότε στο Λαντούντνο. Και ξαφνικά κάτι συνέβη: ένας δυνατός κρότος σαν μακρινή βροντή και το μακρύ, απειλητικό, δυνατό φύσημα που έρχεται από τις κορυφές των βουνών και κατεβαίνει στριφογυριστά προς τη θάλασσα του κόλπου.

»Σταμάτησα χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, όταν εκείνη τη στιγμή υλοποιήθηκε ξαφνικά κοντά μου ένας άνδρας, ψηλός, υπερβολικά αδύνατος, τυλιγμένος σε μια από εκείνες τις πέτσινες κάπες που φορούσαν κάποτε οι Oυαλοί βοσκοί. O άνδρας με κοιτούσε ακίνητος. Είχε ένα βλέμμα υπερβολικά σοβαρό, σχεδόν απειλητικό. Με μια σπηλαιώδη φωνή πρόφερε αργά τα ακόλουθα λόγια: “Πρέπει να κάνεις στην άκρη όταν έρχομαι εγώ. Και κάνε να σωπάσει αυτό το καταραμένο πράγμα”.

»Κοίταζε το μηχανάκι μου σαν να μην είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Φαινόταν να το θεωρεί σαν κάτι ζωντανό. Ύστερα πρόσθεσε: “Δεν μπορείς να ελπίζεις ότι θα έχεις τύχη, όταν επηρεάζεσαι από τον ήχο. Oι ήχοι πρέπει να σέβονται τη σιωπή της ψυχής. Η κοπέλα με την οποία χόρεψες δεν στο είπε αυτό;

Όταν βγήκα από το νοσοκομείο αναζήτησα την Αρμόν. O παπάς της περιοχής μου είπε ότι μια κοπέλα ονόματι Αρμόν είχε ζήσει εκεί κάποτε. Ήταν ξανθιά, αδύνατη, όμορφη. Αλλά αυτό συνέβη πριν από ένα αιώνα!

»Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ένιωθα φόβο. Του είπα ότι δεν μπορούσα να συλλάβω το νόημα των λόγων του και τον ρώτησα σε ποια κοπέλα αναφέρεται. “Στην κόρη μου, την Αρμόν”. Θυμάμαι μια ξανθούλα, χαριτωμένη, πανάλαφρη και ικανή στο χορό, λυγερή σαν κλαδάκι. Προφέρω το όνομά της με σεβασμό και τον ρωτάω αν είναι ξανθιά, αδύνατη όπως αυτός, ντελικάτη… Γνέφει “ναι” με το κεφάλι και αμέσως μετά λέει: “Έπρεπε να την χορέψεις περισσότερο, δεν της δίνονται πολλές ευκαιρίες”.

»Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν και τι ήθελε αυτός ο άνδρας. Του λέω ότι βιάζομαι. Είναι ήδη αργά και ο θείος μου με περιμένει στο σπίτι στο Λαντούντνο. Εκείνος με ακούει προσεκτικά. “Το Λαντούντνο είναι μια ιδέα”, μου απαντά. “Δεν σημαίνει τίποτα. Δεν θα φτάσεις ποτέ. Αλλά μην φοβάσαι. Θα πέσεις εκεί κάτω, στη στροφή, και θα σε μεταφέρουν στο Κόλγουιν…”

»Δεν έχω πια καμιά διάθεση να καθίσω και να ακούσω περισσότερα. Ανεβαίνω στη μηχανή και δίνω μια για να βάλω μπροστά. Στο μεταξύ, ο άνδρας με πλησιάζει. Mε τυλίγει εκείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά, η υπόγλυκη και ταυτόχρονα στυφή, του παλιού, του μπαγιάτικου. Όχι του σάπιου, αλλά της σκουριάς, τη μυρωδιά που έχουν τα παλιά χρησιμοποιημένα πράγματα που δεν έχουν πια ζωή.

»O άγνωστος άνδρας δείχνει να μην πτοείται. “Όταν θα συνέλθεις”, μου λέει, “θα πρέπει να τραβήξεις το δρόμο της ζωής σου…” Αποσπώμαι ένα λεπτό για να βάλω μπροστά τη μηχανή και όταν γυρίζω για να χαιρετίσω τον άγνωστο, δεν τον βλέπω πια. Έχει χαθεί.

»Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα, σε μια στροφή, χάνω τον έλεγχο, χτυπάω στο χαμηλό διάζωμα στην άκρη του δρόμου και χάνω τις αισθήσεις μου. Όταν συνέρχομαι, στο νοσοκομείου του Κόλγουιν, μου λένε ότι ήρθε μια ξανθιά κοπέλα και μου έφερε λουλούδια. Μου την περιγράφουν: ξανθιά, εύθραυστη, υπερβολικά αδύνατη, σχεδόν άυλη. Στο νου μου έρχεται αμέσως η Αρμόν. “Πριν έρθει ξέσπασε δυνατή καταιγίδα”, μου λέει η νοσοκόμα. “Ήταν βρεγμένη σαν παπάκι”.

»Όταν βγήκα από το νοσοκομείο αναζήτησα την Αρμόν. O παπάς της περιοχής μου είπε ότι μια κοπέλα ονόματι Αρμόν είχε ζήσει εκεί κάποτε. Ήταν ξανθιά, αδύνατη, όμορφη. Αλλά αυτό συνέβη πριν ένα αιώνα! Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι του θείου μου Κλαρκ στο Λαντούντνο, βρήκα μια επιστολή από την Ακαδημία Τεχνών μαζί με μια πρόσκληση για ένα δοκιμαστικό προκειμένου να γίνω δεκτός στο πρώτο έτος της δραματικής σχολής. Θυμήθηκα τα λόγια του άγνωστου άντρα και αποφάσισα να πάω αμέσως».

© 2020 Youmagazine.gr
ν

 


Translate this post