Τι μπορούν να μάθουν οι εκδότες από το Netflix
MEDIA
Από τον Alex Barker (*)
Τι θα έκανε ο Ριντ Χέιστινγκς αν διηύθυνε ένα μέσο ενημέρωσης αντί για το Netflix; Η τεχνολογία των ιστότοπων θα ήταν ασφαλώς καλύτερη.
Image credit: Pixabay20
v
ΤΙ ΘΑ ΕΚΑΝΕ ο Ριντ Χέιστινγκς αν διηύθυνε ένα μέσο ενημέρωσης αντί για το Netflix; Η τεχνολογία των ιστότοπων θα ήταν ασφαλώς καλύτερη. Ίσως να μην υπήρχαν διαφημίσεις. Η Daily Hastings θα ήταν μια επιχείρηση που θα στηριζόταν στις συνδρομές. Ο Χέιστινγκς θα αντιστεκόταν πιθανότατα στον πειρασμό να επενδύσει σε άλλους τομείς, όπως το εμπόριο. Αντίθετα, θα διοχέτευε περισσότερο χρήμα στο newsroom.
Η μεγάλη διαφορά όμως θα ήταν στην τιμή. Στελέχη των μέσων ενημέρωσης λένε πως όταν μιλούν με τον Χέιστινγκς, αυτό που τους επισημαίνει είναι ότι οι συνδρομές που πουλάνε είναι πολύ ακριβές. Κι όταν το λέει αυτό κάποιος που έχει χτίσει μια ψηφιακή εταιρεία με πάνω από 200 εκατομμύρια συνδρομητές, αξίζει να τον ακούσουμε.
Πολλά στελέχη των μίντια θεωρούν πως οι συνδρομές είναι η μόνη ενδεδειγμένη αντίδραση στην πτώση των τιμών και των διαφημίσεων. Οι υψηλές τιμές, όμως, υπενθυμίζουν την απόσταση που πρέπει να διανύσει αυτή η βιομηχανία στην προσπάθειά της για ένα βιώσιμο, ψηφιακό επιχειρηματικό μοντέλο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, με 27 δολάρια αγοράζεις μηνιαία ψηφιακή πρόσβαση στο Netflix, το Disney Plus και τη βιβλιοθήκη του Spotify με 70 εκατομμύρια τραγούδια. Με το ίδιο ποσό, μπορείς να γίνεις συνδρομητής στους New York Times, στην Boston Globe, στους Los Angeles Times ή στους Times του Λονδίνου. Αλλά όχι σε περισσότερα από ένα.
Ριντ Χέιστινγκς
Υπάρχουν βέβαια διάφορες προσεγγίσεις. Ορισμένοι τίτλοι ‒όπως η Monde και η Washington Post‒ αποπειρώνται να πουλήσουν συνδρομές έναντι 10 δολαρίων.
Άλλα έντυπα, όπως οι New York Times, κάνουν μεγάλες εκπτώσεις στη συνδρομή γνωριμίας. Πιο ειδικευμένα έντυπα, όπως η Wall Street Journal, το Bloomberg και οι Financial Times, χρεώνουν υψηλές τιμές επειδή έχουν εμπιστοσύνη στο περιεχόμενό τους.
Όποια κι αν είναι η προσέγγιση, όμως, η σύγκριση με άλλου είδους μέσα είναι αρνητική για τους εκδότες.
Ως επενδυτική πρόταση, το περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης είναι προφανώς διαφορετικό από τα σόου στο Netflix ή τα τραγούδια στο Spotify. Συχνά δεν ταξιδεύει πέρα από ένα τοπικό κοινό. Αυτό έχει οδηγήσει τη βιομηχανία σε μια αμυντική στάση. Η προτεραιότητα των περισσοτέρων εκδοτών είναι ο έλεγχος του κόστους και η εξασφάλιση ενός ψηφιακού εισοδήματος από μια βάση πιστών αναγνωστών.
Δέκα χρόνια μετά την καθιέρωση των συνδρομών, πάντως, ελάχιστοι εκδότες έχουν προσελκύσει πάνω από ένα εκατομμύριο αναγνώστες που πληρώνουν. Και οι περισσότεροι συνδρομητές πληρώνουν για ένα μόνο έντυπο.
Η ιδέα του Χέιστινγκς για συνδρομές σε επιχειρήσεις όπως το Netflix ήταν τελείως διαφορετική: διοχέτευση χρήματος στην τεχνολογία και την ποιότητα του περιεχομένου και οικοδόμηση ενός μαζικού κοινού σε όλο τον κόσμο με τη βοήθεια μας επιθετικής τιμολογιακής πολιτικής.
Οι New York Times (με 5 εκατομμύρια ψηφιακούς συνδρομητές) και η Washington Post (με σχεδόν 3 εκατομμύρια) ηγούνται μιας φιλόδοξης επεκτατικής πολιτικής. Οι μικρότεροι τίτλοι, πάλι, έχουν να αντιμετωπίσουν σκληρά διλήμματα για το τι είδος newsroom πρέπει να έχουν ώστε να εξυπηρετούν καλύτερα το ψηφιακό τους κοινό.
________________
(*) Ο Αλεξ Μπάρκερ είναι αρθρογράφος των Financial Times. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ν