«Σήκω, Μανώλη, να φύγουμε» – Μια συγκινητική ιστορία

Κατηγορία NEWS, Κοινωνία

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Από την Μαρία Α. Καμπύλη

 

Συγκίνησε τον ελληνισμό της Μελβούρνης η ιστορία του ζεύγους Τελιανίδη που «έσβησαν» με λίγες ώρες διαφορά μετά από 67 χρόνια κοινής ζωής.

Έζησαν μαζί, πέθαναν μαζί. Image: Supplied

ν

ΔΥΟ ΣΥΖΥΓΟΙ από τη στιγμή που ξεκινούν την κοινή τους ζωή υπόσχονται ο ένας στον άλλον να είναι για πάντα μαζί στα καλά και στα άσχημα, στη φτώχεια και στα πλούτη, στην υγεία και στην αρρώστια.

Η μεγαλύτερη δε από όλες τις προκλήσεις φαίνεται να είναι η τελευταία. Ειδικά, όταν ο ένας από τους δύο δεν τα καταφέρνει τελικά.

Η Φανή και ο Εμμανουήλ Τελιανίδης, όταν ήρθε αυτή η ώρα, δεν χρειάστηκε να το σκεφτούν πολύ. Απλά, έφυγαν μαζί.

Η κοινή τους ιστορία πάει τόσο μακριά στο παρελθόν που θαρρείς πως δεν έζησαν ποτέ τους χωριστά.

Με καταγωγή και οι δύο από τον Λαιμό της Πρέσπας, μεγάλωσαν σε γειτονικά σπίτια, πήγαν μαζί στο σχολείο κι ένιωσαν το πρώτο εφηβικό καρδιοχτύπι ο ένας για τον άλλον.

Ήταν τέτοιος ο έρωτας του Μανώλη για την όμορφη Φανή που στα 16 του «χτύπησε» τατουάζ με μπαρούτι το όνομά της στο χέρι του, κάτι που για τα δεδομένα της εποχής ήταν ακραίο.
ν

Το πρόσωπο του παππού Μανώλη λάμπει καθώς χαιρετά την εγγονή του. Έτσι θα τον θυμούνται όλα τα εγγόνια του. Image: Supplied

ν

ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Μόλις η Φανή έκλεισε τα 18 και ο Μανώλης τα 20, ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, βαδίζοντας στο ίδιο μονοπάτι επί 52 ολόκληρα χρόνια.

Απέκτησαν τρία παιδιά, το Γιώργο, το Φίλιππο και τη Μαίρη και το 1968 πήραν τη μεγάλη απόφαση να ξενιτευτούν στην Αυστραλία για ένα καλύτερο μέλλον.

Το πρώτο και μοναδικό τους σπιτικό το άνοιξαν στο Νόρθκοτ, στη Νέα Νότια Ουαλία. Ο Μανώλης εργαζόταν ως μαραγκός και η Φανή σε ένα εργοστάσιο πίσω από το σπίτι, ενώ η οικογένεια διατηρούσε και το Milk Bar της γειτονιάς.

«Η μαμά μου δεν έμαθε ποτέ της να μιλάει αγγλικά, γιατί δεν χρειάστηκε. Το Νόρθκοτ τότε ήταν γεμάτο Έλληνες και στο εργοστάσιο οι εννέα από τις δέκα εργαζόμενες ήταν Ελληνίδες. Η δέκατη, έμαθε αναγκαστικά κι αυτή να μιλάει ελληνικά», λέει στον “Νέο Κόσμο” η κόρη του ζευγαριού, Μαίρη.

Σιγά-σιγά η οικογένεια άρχισε να μεγαλώνει. Τα παιδιά παντρεύτηκαν χαρίζοντας στους περήφανους γονείς τους δέκα εγγόνια και δύο δισέγγονα.

Οι Πέμπτες είχαν μια ιδιαίτερη ομορφιά για την πολυμελή πλέον οικογένεια Τελιανίδη καθώς όλοι μαζεύονταν στο πατρικό σπίτι για φαγητό κατ’ επιθυμία του αρχηγού της φαμίλιας, Μανώλη.
ν

Η γιαγιά Φανή με δύο από τις εγγονές και τα νεογέννητα δισέγγονά της. Image: Supplied
ν

«Ήθελε να μάθει στα παιδιά να τρώνε ψάρι. Έτσι, τη μια Πέμπτη το τραπέζι είχε διάφορα είδη ψαρικών και την άλλη κοτόπουλο με πατάτες τηγανιτές», θυμάται με νοσταλγία η Μαίρη.

«Ήταν τόση η λατρεία του πατέρα μου για τη μητέρα μου που όταν πήγαινε στην αγορά για να ψωνίσει κάθε Πέμπτη πρωί για το οικογενειακό τραπέζι, πάντα θα της έφερνε μια μεγάλη ανθοδέσμη με κατακόκκινα λουλούδια», λέει και η φωνή της σπάει από συγκίνηση.

Τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα ώσπου η ζωή αποφάσισε να δείξει το άσχημο πρόσωπό της στους δύο αγαπημένους συντρόφους.

Η Φανή άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια άνοιας για να χειροτερέψει δραματικά το 2016, όταν ο Μανώλης της υπέστη ένα ισχυρό εγκεφαλικό που παρέλυσε την αριστερή πλευρά του και τον έστειλε σε ειδική μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων.

Τα φώτα στο σπίτι στο Νόρθκοτ που άλλοτε έσφυζε από ζωή, έσβησαν. Όλα άλλαζαν για την οικογένεια Τελιανίδη. Όλα εκτός από ένα: την αγάπη μεταξύ του ζευγαριού. Μια αγάπη που ο Μανώλης διατυμπάνιζε με κάθε ευκαιρία.
ν

Το ζεύγος Τελιανίδη την ημέρα του γάμου τους. Image: Supplied
ν

Έτσι, όταν η ανάγκη το έφερε να εισαχθεί και η Φανή στον οίκο ευγηρίας που ήταν και ο σύζυγός της εκείνος δεν το έμαθε ποτέ. «Δεν άντεχε στη σκέψη της μητέρας μου να είναι σε γηροκομείο, γι’ αυτό και δεν του το είπαμε. Κάθε φορά που την έβλεπε νόμιζε πως είχε έρθει για να τον επισκεφθεί», λέει η μονάκριβη κόρη του ζευγαριού.

Εκείνη, όταν τον αντίκριζε συνήθιζε να του λέει: «Έλα, Μανώλη, σήκω να φύγουμε» προκαλώντας του άγχος με την επιμονή της γιατί «δεν ήξερε τι να κάνει», θυμάται χαρακτηριστικά η Μαίρη.

Ώσπου μια Πέμπτη (τι ειρωνεία!) η μοίρα διάλεξε να γράψει τον επίλογο της όμορφης και τρυφερής σχέσης του ζεύγους Τελιανίδη. Ήταν η μέρα που η Φανή, η δυνατή γυναίκα που πέρσι νίκησε τον κορονοϊό που την ταλαιπώρησε για πέντε ολόκληρες εβδομάδες, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα για να φύγει.

Το ίδιο βράδυ κι ενώ ακόμη τα παιδιά του προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο για να του ανακοινώσουν το θλιβερό νέο, «έφυγε» και ο Μανώλης.

Όταν το έμαθαν, ο Γιώργος, ο Φίλιππος και η Μαίρη κοιτάχτηκαν με νόημα καθώς ήταν ξεκάθαρο σ’ αυτούς τι είχε συμβεί.

«Φαίνεται πως η μητέρα μας γύρισε τη νύχτα και είπε στον πατέρα: “Έλα, Μανώλη, σήκω να φύγουμε” κι εκείνος αποφάσισε να την ακολουθήσει»…
ν

Ο Μανώλης και η Φανή καμαρώνουν περικυκλωμένοι από τα δέκα εγγόνια τους. Image: Supplied
ν

Πηγή: Νέος Κόσμος
ν

 


Translate this post