Η Βρετανία έκανε ένα ακόμη βήμα προς το Brexit
ΕΥΡΩΠΗ
Youmagazine Newsroom
Ένα ακόμη βήμα προς την έξοδο της Βρετανίας από την Γερμανοκρατούμενη Ευρώπη έκανε η Βουλή των Κοινοτήτων, ψηφίζοντας επί της αρχής το σχετικό νομοσχέδιο.
Η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι αποκάλεσε «ιστορική» την απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων, καθώς οι Εργατικοί απέτυχαν να νικήσουν την κυβέρνηση κατά την πρώτη ψηφοφορία για το νομοσχέδιο απόσυρσης από την ΕΕ. Image: Supplied
ν
ΣΤΗΝ κρίσιμη ψηφοφορία που τέλειωσε τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα, οι Εργατικοί απέτυχαν να εμποδίσουν την ψήφιση του νομοσχεδίου για το Brexit, καθώς πολλοί βουλευτές αψήφησαν την εντολή του Τζέρεμι Κόρμπιν να αντιταχθούν στο νομοσχέδιο. Υπέρ του νομοσχεδίου ψήφισαν 326 βουλευτές έναντι 290 που ψήφισαν κατά, διαμορφώνοντας έτσι μια πλειοψηφία 36 εδρών.
Το νομοσχέδιο, η συζήτηση του οποίου διάρκεσε σχεδόν 9 ώρες, αφορούσε τη διακοπή των πολιτικών, οικονομικών και νομικών σχέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση και η ψήφισή του επί της αρχής επιτρέπει να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, τη συζήτηση και την ψήφιση των άρθρων στο σύνολό τους.
Τα μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων ενέκριναν επίσης σε ψηφοφορία (318-310) το χρονοδιάγραμμα που όρισε η κυβέρνηση γι’ αυτό το τελευταίο στάδιο, το οποίο θα είναι εξαιρετικά βραχύ – μόλις οκτώ ημέρες. Πολλοί βουλευτές διαμαρτυρήθηκαν για το περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα, όμως στη βράση κολλάει το σίδερο.
ν
Ιστορική απόφαση
Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι χαιρέτισε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας σημειώνοντας ότι η απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων σημαίνει πως πλέον «μπορούμε να προχωρήσουμε στις διαπραγματεύσεις με στέρεες βάσεις».
«Το κοινοβούλιο έλαβε μια ιστορική απόφαση, να ταχθεί υπέρ της βούλησης του βρετανικού λαού και να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο που φέρνει βεβαιότητα και σαφήνεια στη διαδικασία της αποχώρησής μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Παρ’ ότι υπάρχουν και άλλα που πρέπει να γίνουν, αυτή η απόφαση σημαίνει ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στις διαπραγματεύσεις με στέρεες βάσεις» και «συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε τους βουλευτές από όλο το Ηνωμένο Βασίλειο να συνεργαστούν και να υποστηρίξουν αυτό το ζωτικής σημασίας νομοθέτημα», συμπλήρωσε η Μέι.
Η άνετη επικράτηση της Βρετανίδας πρωθυπουργού αποτελεί κόλαφο για τους οπαδούς του λεγόμενου «ευρωπαϊκού οράματος», που είναι στην πραγματικότητα η επικράτηση του Δ΄ Ράιχ με ολίγη Γαλλία (γαλλογερμανικός άξονας), καθώς η επισημοποίηση του Brexit διαλύει τις προσδοκίες τους να παρουσιάσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κάτι σημαντικό και σπουδαίο, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο από μια συμμορία Γερμανών και Γάλλων τραπεζιτών και των πρακτόρων τους, που με πρόσχημα την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων και αγαθών έχουν υποδουλώσει όλα σχεδόν τα κράτη της γηραιάς ηπείρου και τα απομυζούν, σχεδιάζοντας ένα ζοφερό μέλλον που μόνο δυστυχία και οδύνη θα φέρει στους λαούς της Ευρώπης.
ν
Το Σίτυ του Λονδίνου παραμένει ισχυρό
Διαψεύδονται επίσης οι Κασσάνδρες που προεξοφλούσαν τον οικονομικό μαρασμό του Σίτυ του Λονδίνου με τη μετακόμιση των τραπεζών στη Φρανκφούρτη εξαιτίας του Brexit. Το Σίτυ παραμένει ισχυρό και διατηρείται ως το βασικό χρηματοπιστωτικό κέντρο του κόσμου.
Μάλιστα το Λονδίνο παραμένει το πλέον ελκυστικό χρηματοπιστωτικό κέντρο του κόσμου, διευρύνοντας το προβάδισμά του έναντι της Νέας Υόρκης, παρά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιοποιήθηκε χθες 11 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ είχε οδηγήσει κάποιους πολιτικούς και οικονομολόγους να προβλέψουν ότι το Λονδίνο θα χάσει την ηγετική του θέση ως χρηματοπιστωτικού κέντρου, όμως δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί άμεσα.
Στην έρευνα, το Λονδίνο βρέθηκε στην πρώτη θέση, ακολουθούμενο από τη Νέα Υόρκη, το Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη, με βάση τον δείκτη GFCI του βρετανικού ερευνητικού ιδρύματος Z/Yen, που κατατάσσει τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά κέντρα λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως οι υποδομές και οι ανθρώπινοι πόροι. Η Νέα Υόρκη βρέθηκε 24 μονάδες πίσω από τη βρετανική πρωτεύουσα, που είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο πόλεων από τότε ξεκίνησε η έρευνα το 2007.