Επενδύσεις στην Ελλάδα – Μποστάνια στη Σαχάρα
OPINION
Από τον Χρήστο Γιανναρά (*)
Ο Χρήστος Γιανναράς εξηγεί γιατί η προσδοκία επενδύσεων στην Ελλάδα είναι και θα παραμείνει όνειρο θερινής νυκτός.
ΖΗΤΑΜΕ να «προσελκύσουμε» στη χώρα μας επενδύσεις…
«Προσελκύω» σημαίνει: αντιπροσφέρω στον επενδυτή συγκριτικά πλεονεκτήματα. Εμείς εκλιπαρούμε για επενδύσεις, αλλά δεν λέμε λέξη για συγκριτικά πλεονεκτήματα. Γι’ αυτό και οι υποσχέσεις ξένων ηγετών για επενδύσεις στη χώρα μας μοιάζουν σχήμα αβρόφρονος λόγου – όπως όταν μας εκθειάζουν την αρχαία Ελλάδα ή εξαίρουν τη γεωγραφική μας θέση ως στρατηγικό πλεονέκτημα. Οι εγκαρδιότητες των ξένων συναγωνίζονται σε σουρεαλισμό τις δικές μας εκκλήσεις.
Να παρακαλάς για επενδύσεις στο σημερινό Eλλαδέξ, είναι σαν να εκλιπαρείς να φυτευτούν μποστάνια στη Σαχάρα. Όσο χρειάζεται νερό ένα μποστάνι τόσο και μια (οποιαδήποτε) επιχειρηματική επένδυση χρειάζεται εντόπιο κρατικό μηχανισμό, φερέγγυο και υποστηρικτικό, για να στηθεί-συγκροτηθεί και να λειτουργήσει. Στο Eλλαδέξ υποστηρικτικός και ευέλικτος κρατικός μηχανισμός είναι αδύνατο να υπάρξει όσο το κράτος παραμένει πελατειακό. Και το κράτος θα είναι πελατειακό όσο το πολίτευμά μας συνιστά, συνταγματικά και αυτονόητα, κομματοκρατία.
Οι φυσικοί αυτουργοί της κομματοκρατίας θα συνεχίσουν λοιπόν να ρητορεύουν για την «ανάγκη επενδύσεων» (χωρίς να αντιπροσφέρουν τις προϋποθέσεις) και οι «φίλοι» μας ηγέτες να ρητορεύουν για την αρχαία Ελλάδα και τη στρατηγική μας σπουδαιότητα – αμοιβαία εμμονή σε πομφόλυγες.
Ως πότε; H παρακμή ιστορικών λαών δεν έχει ημερομηνία λήξης – η περίπτωση των Αιγυπτίων είναι συγκλονιστικό προηγούμενο. Πολύ περισσότερο, όταν πρόκειται για πολιτισμό που δεν εξαντλήθηκε σε μια εθνοφυλετική περίπτωση και παράδοση, αλλά υπήρξε, για χίλια χρόνια, κυρίαρχο πολιτισμικό «παράδειγμα», διεθνικό και πολυφυλετικό. H δυναμική ενός τέτοιου «παραδείγματος» θα συνεχίσει, ίσως, για άγνωστο διάστημα, να γεννάει κάποιες εκπλήξεις, παρά τη στανικά εμπεδωμένη ξιπασιά και επαρχιωτίλα του μεταπρατικού νεοαποικιακού Διαφωτισμού – να γεννάει έναν Παπαδιαμάντη ή έναν Σεφέρη, έναν Μάνο Χατζιδάκι ή έναν Σαββόπουλο, έναν Σπύρο Παπαλουκά ή έναν Χρήστο Μποκόρο.
Βέβαια, μια τέτοια συνέχεια αποκαλυπτικών εκπλήξεων είναι ίσως ενδεχόμενη (όχι υποχρεωτική) όσο ακόμα συνεχίζει να μιλιέται η ελληνική γλώσσα, έστω από κάποιο ελάχιστο λείμμα του λαού μας∙ και όσο ακόμα σώζονται, έστω σαν κοινωνικό περιθώριο, ίχνη ενορίας, δηλαδή εκκλησιαστικού λαϊκού σώματος (όχι ατομοκεντρικών θρησκευτικών «πεποιθήσεων» και ηθικιστικού εγωτισμού). Οι δύο αυτές προϋποθέσεις ελληνικής συνέχειας, γλώσσα και ενορία, αποδομούνται μεθοδικά και πεισματικά από τα λούμπεν στοιχεία που ελέγχουν το «πολιτικό» σύστημα της χώρας και την «πληροφόρησή» μας.
Ίσως είναι ειλικρινέστερο που αποδομούνται γλώσσα και ενορία. Το να διασώζονται σποράδην και δειγματοληπτικά, μοιάζει ψευτοπαρηγόρια διανοητικής μόνο εμβέλειας.
ν
Δεσμεύσεις ολοκληρωτικής υποτέλειας και εξευτελισμός
H συνολική εικόνα της ελλαδικής κοινωνίας (κυρίως τα MME, το πολιτικό προσωπικό, οι κατεστημένες συμπεριφορές σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας) βεβαιώνει έναν καθολικά εμπεδωμένο πρωτογονισμό, αφομοιωμένο και αυτονόητο:
Πρώτη αξία και αποκλειστικό νόημα ζωής είναι η καταναλωτική ευχέρεια, δηλαδή η παραμονή στην Ευρωζώνη σαν υπαρξιακή αυταξία. Υπογράφουμε ό,τι κι αν μας ζητηθεί: Δεσμεύσεις ολοκληρωτικής υποτέλειας και των τρισεγγόνων μας. Εξευτελιστική επιτρόπευση κάθε λειτουργίας του κράτους. «Υπερταμείο» που υποθηκεύει όλα τα τιμαλφή της χώρας. Υπαγορευόμενη πληροφόρηση που προσβάλλει και ταπεινώνει τον πολίτη. Δήμευση των αποταμιεύσεων ισόβιου μόχθου και ξεπούλημα των αυτόχθονων Τραπεζών στην απρόσωπη διεθνή αγυρτεία. Δεν υπάρχει διασυρμός και διαπόμπευση που δεν την υπογράψαμε, μόνο για την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα συνεχίζεται ατελεύτητα το καταναλωτικό γλεντοκόπι.
H κοινωνία, που είχε κάποτε την περηφάνια ότι «φυλάγει Θερμοπύλες» και καυχόταν για το «Όχι», για την «εθνική αντίσταση», σήμερα δεν διανοείται ούτε καν να διαπραγματευτεί την επιβίωσή της και την αξιοπρέπειά της.
Το διακήρυξε απερίφραστα ο supernova του «εκσυγχρονιστικού» στερεώματος Σταύρος Θεοδωράκης: «Διαπραγματεύσου όσο σκληρά θέλεις, αλλά ποτέ μη διανοηθείς τη ρήξη»!
Ίσως δεν έχει τις προσλαμβάνουσες για να αντιληφθεί ότι χωρίς το ρίσκο της ρήξης έχουμε μόνο εξευτελιστική ικεσία και γλοιώδη επαιτεία, όχι διαπραγμάτευση. Έχουμε, ρητορικές ψευτομαγκιές, συριζέικες, πασοκικές ή νεοδημοκρατικές, αλλά όχι σθεναρή αξιοπρέπεια συλλογικού αυτοσεβασμού.
Δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει μια μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας που έχει αντιληφθεί ότι το πολιτικό μας προσωπικό (τους έχουμε πια όλους δοκιμάσει) δεν ψηφίζει (και υπογράφει) «μνημόνια» απλώς για την οικονομική μας ανάκαμψη. Παίζει στα ζάρια την ιστορική ύπαρξη του Ελληνισμού ή την ιστορική του εξαφάνιση – την εξάλειψη της γλώσσας, της κοινοτικής συνείδησης, την εμπειρική εμμονή αιώνων στην αλήθεια ως κοινωνική πραγμάτωση και βιωματική μετοχή, όχι ως εργαλειακή, χρησιμοθηρική ορθότητα.
Αν είναι μικρή ή μεγάλη η μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, που έχει συνειδητοποιήσει το πραγματικό διακύβευμα της λεγόμενης «κρίσης», μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα να το πιστοποιήσει, με δημοψήφισμα. Και να βγάλει τις συνέπειες. Άλλη δυνατότητα να διασωθεί ιστορικά η (εναλλακτική του σημερινού αδιεξόδου) ελληνική πρόταση πολιτισμού, δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
_________________
(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.