Χρήστος Γιανναράς: H ευτολμία των βρικολάκων
OPINION
Από τον Χρήστο Γιανναρά (*)
Aν οι ανιδιοτελείς εκσυγχρονιστές της «Αριστεράς», της «Δεξιάς» και του «Κέντρου» συναθροίζονταν σε ένα κόμμα άτεγκτα συνεπές με τις αρχές τους, τότε πιθανόν το πολιτικό τοπίο να μεταμορφωνόταν δραματικά.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ανιδιοτελείς εκσυγχρονιστές, χωρίς άλλο. Με ειλικρινές ενδιαφέρον να αντιπαλέψουν την καθυστέρηση, την αναχρονιστική γραφειοκρατία, την ατολμία για μεταρρυθμίσεις. Θέλουν, για το καλό όλων, μια κοινωνία «ανοιχτή», αυτοθεσμιζόμενη, με ευέλικτους θεσμούς και συνεχή μεταρρυθμιστική ετοιμότητα για την πρόσληψη του καινούργιου, την προσαρμογή στις συνεχώς νέες συνθήκες, ανάγκες, στοχεύσεις.
Υπάρχουν σίγουρα και οι φτηνιάρικες απομιμήσεις: εκσυγχρονιστές με κίνητρο μόνο την ιδιοτέλεια. Έγνοια τους είναι να φαίνονται «μοδέρνοι», να τρέχουν πίσω από το επικαιρικό που γυαλίζει, να αντλούν σπουδαιοφάνεια από τη μίμηση του απλώς εντυπωσιακού.
Υπάρχουν και τα δύο είδη εκσυγχρονιστών, σκόρπια σε ολόκληρο (σχεδόν) το φάσμα του ελλαδικού κομματικού κατεστημένου. Και αυτονόητο αίτημα πολλών, φαντάζομαι, Ελλήνων είναι: να μπορούσαν οι ανιδιοτελείς εκσυγχρονιστές, από οποιοδήποτε κόμμα, να συνενωθούν σε ένα καινούργιο σχήμα. Να συγκροτήσουν αυστηρά μεθοδική πρόταση πολύ συγκεκριμένων θεσμικών μεταρρυθμίσεων και να ζητήσουν την ψήφο του λαού, προκειμένου να τολμηθεί (στην πράξη επιτέλους, όχι στα λόγια) «επανίδρυση του κράτους».
Αν οι ανιδιοτελείς εκσυγχρονιστές (της «Αριστεράς» της «Δεξιάς», του «Κέντρου») συναθροίζονταν σε ένα κόμμα άτεγκτα συνεπές με τις αρχές τους (πρωταρχικά: με εσωκομματική διάρθρωση, οργάνωση, λειτουργία ριζικά διαφορετική από τις υπάρχουσες), το εγχείρημα πιθανόν να προσλάμβανε τη δυναμική του καταλύτη: να μεταμόρφωνε το πολιτικό τοπίο. Να υποχρέωνε σε αντίστοιχη κομματική συνένωση και τους ανιδιοτελείς «συντηρητικούς» (αν υπάρχουν), δηλαδή πολιτικούς που θέλουν να αντλούν από την Ιστορία, την πείρα, την παράδοση κριτήρια για ενεργό (όχι παθητική – μιμητική) πρόσληψη του καινούργιου.
Θα είχαμε έτσι έναν κομματικό στίβο με δύο σχήματα ανυπόκριτου ανταγωνισμού, δυνάμεις υγιούς διαφορότητας. Το αισθητήριο αυτοπροστασίας των ψηφοφόρων μάλλον θα οδηγούσε τη σημερινή απαξίωση των διεφθαρμένων «πολυσυλλεκτικών» κομμάτων σε πολιτική τους εξαφάνιση. Θα έχαναν και τους πιο αμβλύνοες οπαδούς τους τα κόμματα τα υποταγμένα σήμερα στην εμπορία των εντυπώσεων, στον αρχηγισμό και συνωδά στον ραγιαδισμό, στον διατεταγμένο ενδοτισμό.
Διατυπωμένο σε επιφυλλίδα το στόχευμα μοιάζει ιδεώδες, δηλαδή ουτοπικό. Και ο εξωπραγματικός χαρακτήρας του έχει φανερή την αιτία: Πού να βρεθούν σήμερα κίνητρα ανιδιοτέλειας, τιμιότητας, ειλικρίνειας; H απουσία τους βεβαιώνει όχι μιαν έλλειψη «ηθικότητας» του πολιτικού προσωπικού, αλλά τη ριζική αλλαγή των προϋποθέσεων άσκησης της πολιτικής. Για ανιδιοτέλεια, τιμιότητα, ειλικρίνεια μιλάμε πια μόνο στους προσκόπους, στα κατηχητικά ή σε λέσχες υπερηλίκων που αδολεσχούν εξωραΐζοντας το στοκ των αναμνήσεών τους.
ν
Αχρωμία και ομοιομορφία φέρνουν τον διαμελισμό
Για να αποκτήσουν πολιτικό ρεαλισμό οι παραπάνω έννοιες, προϋποτίθεται η σύνδεσή τους με διαφορετικές ανάγκες, πραγματικές ανάγκες, όχι ψυχολογικές κατασκευές. Και το πλεονέκτημα της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα είναι ότι οι ανάγκες της, με τρόπο δραματικό, οδυνηρότατο, έχουν αλλάξει: δεν μπορούν πια να είναι πρωτίστως καταναλωτικές, είναι πρωτίστως ανάγκες επιβίωσης. Όμως οι επαγγελματίες της πολιτικής δεν το έχουν συνειδητοποιήσει.
O κ. Tσίπρας, όταν αρχήγευε σε ένα κόμμα με το 4,5% της λαϊκής προτίμησης, μιλούσε μια γλώσσα που θα όφειλε να τη μιλάει σήμερα με δεδομένη την παντοδαπή καταστροφή, κρατική και κοινωνική. Τότε, στην τυφλή γενικευμένη υστερία του καταναλωτικού πλιάτσικου, δεν θα ενοχλούσε κανέναν αν ρεκλαμάριζε τις «αισιοδοξίες» που σκαρφίζεται σήμερα.
Θυμηθείτε και τον λόγο του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη όταν ήταν υπουργός, τολμήστε τη σύγκριση με τη σημερινή, αποκλειστικά καταγγελτική κενολογία του. Θα έλεγε κανείς ότι η κραυγαλέα παρακμή μας έχει διαμορφώσει ένα καλούπι κυβερνητικού και ένα αντίστοιχο αντιπολιτευτικού λόγου για κάθε χρήση, άσχετα με οποιεσδήποτε επιφάσεις «ιδεολογικής» ή και συνθήκες ιστορικές.
Το απελπιστικό δεδομένο είναι η αχρωμία και ομοιομορφία αυτού του φορμαλιστικού λόγου: τον γεννάει όχι η πολιτική εκδοχή της κοινωνικής ανάγκης, αλλά η χρυσοπληρωμένη δεξιότητα των επαγγελματιών του μάρκετινγκ. Γι’ αυτό και του πρωθυπουργού Tσίπρα ο γλωσσότυπος είναι προκλητικά ίδιος με αυτόν της πρωθυπουργίας Σαμαρά, όπως και ο αντιπολιτευτικός γλωσσότυπος του Κυριάκου Μητσοτάκη μέτρια απομίμηση του Ευάγγ. Βενιζέλου. Ίδια και πανομοιότυπη επαγγελματική άμυνα της εξουσίας, ίδιες και οι αρρωστημένες ναρκισσιστικές μονομανίες.
O εξευτελισμός και η ανυποληψία του πολιτικού προσωπικού έχουν ακυρώσει θεμελιώδεις προϋποθέσεις λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας. O παγιωμένος μηδενισμός, η πεισματικά θελημένη αυτοχειρία (μεθοδική καταστροφή της κοινωνικής συνοχής, αποδιοργάνωση της γλώσσας, υπονόμευση της ιστορικής συνείδησης, εξάλειψη του κοινοτικού βίου) δικαιολογούν την απορία: Γιατί οι επίβουλοι γείτονες καθυστερούν τον διαμελισμό μιας χώρας που συντηρείται τεχνητά στην ιστορική ύπαρξη επιτροπευόμενη και με τα τιμαλφή της σε υποθήκη; Ίσως για να μη χάσουν «επεισόδια» διεθνούς ψυχαγωγίας, όπως η ποικιλότροπα ψιμυθιωμένη νεκρανάσταση (κοινώς βρικολάκιασμα) του πασοκικού εφιάλτη ως «Kεντροαριστεράς».
___________________
* Ο Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.