Χρήστος Γιανναράς: Σπαταλημένη ελευθερία
OPINION
Από τον Χρήστο Γιανναρά (*)
Είναι ανάγκη να ξαναγεννηθεί σχολειό. Η μάθηση χαρά και η συνύπαρξη γιορτή, η γλώσσα έρωτας, η πατρίδα καύχηση, η άμιλλα άθλημα αριστείας.
ν
ΕΘΝΙΚΗ επέτειος και ο εορτασμός ρουτίνα. Μια αλλαγή στην εόρτια συμπεριφορά μας θα μπορούσε άραγε να γεννήσει κάτι γονιμότερο από πανηγυρισμούς της βιτρίνας, εμβατήρια, παρελάσεις και φτηνά ρητορεύματα; Το τι συνέβη στο ιστορικό παρελθόν να γινόταν αφορμή ή πρόκληση για σχεδιασμό του μέλλοντός μας.
Να λειτουργεί η επέτειος σαν ημέρα συλλογικής περισυλλογής, αργία από συνήθεις περισπάσεις, φλυαρίες και τον μονότονο αναμηρυκασμό της ανημπόριας μας.
Συνάξεις παντού, στα σχολειά, στα πανεπιστήμια, στους δήμους, στα υπουργεία, στις εκκλησιές, σε κάθε χώρο συλλογικής δουλειάς και, οπωσδήποτε, σε όλα τα κανάλια και τα ραδιόφωνα.
Οργανωμένες συζητήσεις για τα προβλήματα που κρίνουν την επιβίωση της ελληνώνυμης κοινωνικής και κρατικής μας υπόστασης.
Μοιάζει κάπως πουριτανική η ιδέα, θυμίζει πρακτικές των πρώτων «σοβιέτ», όπου η «λαϊκή βάση» όφειλε, «κατά παραγγελίαν» να προβληματιστεί σε συγκεκριμένα θέματα.
Όμως η διαφορά είναι ότι στην εδώ πρόταση δεν υπάρχει δεοντολογία ιδεολογική. Σε μια εόρτια επέτειο, η σπουδή των κατορθωμάτων ή αποτυχιών του παρελθόντος να υπηρετεί τον προβληματισμό και τον σχεδιασμό για το μέλλον – δίχως νάρθηκες η πρόταση.
Τι είδους μπορεί να είναι ο προβληματισμός που θα συνδέει τις εορταζόμενες μνήμες με τις μελλοντικές στοχεύσεις;
Η προϋπόθεση που μπορεί ξεκάθαρα να τεθεί, είναι ο αποκλεισμός της κομματικής (ψυχοπαθολογικής) μονομανίας, η υπαγωγή κάθε μορφής δημόσιου λόγου σε κομματική προπαγάνδα. Επίσης, η εγκατάλειψη της περιπτωσιολογίας, η επικέντρωση σε θεμελιώδεις άξονες λειτουργίας της συλλογικότητας.
ν
Τα δύο καταστροφικότερα πολιτικά εγκλήματα
Ένα παράδειγμα, απλώς ενδεικτικό: Η Ελλάδα, σήμερα πια, δεν έχει χωριά, όπως δεν έχει και σχολειά. Όπου ακόμα σώζονται χωριά από 30 κατοίκους και πάνω, ο τρόπος της συμβίωσης δεν είναι πια κοινοτικός, είναι απομίμηση του αστικού: τα χρειώδη εξασφαλίζονται με ψώνια από το σούπερ μάρκετ της κοντινής πόλης ή κωμόπολης και η χρεία των χρειωδών υπαγορεύεται από τις διαφημίσεις της τηλεόρασης. Η τηλεόραση έχει υποκαταστήσει και το καφενείο, οι γνώμες δεν κοινωνούνται, προσλαμβάνονται από το «κουτί», ασυνείδητα ή συνειδητά, και παπαγαλίζονται.
Δάσκαλος δεν υπάρχει πια στο χωριό ούτε παπάς: έρχονται με το Ι.Χ. τους, όπως κάθε δημόσιος υπάλληλος, κάνουν το ωράριό τους και φεύγουν. Ο ένας ικανοποιεί τις «θρησκευτικές ανάγκες του λαού», ο άλλος τις χρηστικές ανάγκες της «εκπαίδευσης» – η σχολική εκπαίδευση δεν διαφέρει σε στόχους από το φροντιστήριο.
Χωρίς καφενείο, χωρίς παπά, χωρίς δάσκαλο, το χωριό δεν είναι πια χωριό, δεν συνιστά κοινότητα, δεν λειτουργούν άξονες κοινωνικής συνοχής.
Τα δύο καταστροφικότερα πολιτικά εγκλήματα μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών –έχουν, και τα δύο, ιερά ονόματα: «Καποδίστριας» και «Καλλικράτης»– θανάτωσαν το κύτταρο της ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού, τη μικρή αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Από τη μετοχή στην κοινότητα ξεκινούσε, αιώνες ολόκληρους, η δυναμική της κοινωνικής συνοχής, η αίσθηση ότι ανήκει το άτομο σε κοινή «πατρίδα». Στο χωριό «φτιάξαμε» πλατεία, «φτιάξαμε» σχολείο, έλεγε ο Έλληνας. Σήμερα, ακόμα και για το χαλάζι, διαμαρτύρεται επικαλούμενος δικαιώματα: «Πού είναι το κράτος»!
ν
Ανάγκη να ξαναγεννηθεί σχολειό
Εφιάλτης και η εξάλειψη της οικιακής οικονομίας. Η παραγωγή για την αυτοσυντήρηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Τα λεγόμενα αγροτικά προϊόντα ενδιαφέρουν μόνο για το εμπόριο. Ο ίδιος ο παραγωγός για τις οικιακές του ανάγκες τρέχει στο σούπερ μάρκετ. Ο Έλληνας ζει πια μόνο με ρευστό χρήμα: μισθό, επίδομα, σύνταξη, χαριστικές κομματικές παροχές.
Δέκα χρόνια βυθισμένη η χώρα στην πιο ταπεινωτική, αδιέξοδη χρεοκοπία, αλλά οι «αγρότες» συνεχίζουν να εκβιάζουν αποκλείοντας το οδικό δίκτυο με πανάκριβα θηριώδη τρακτέρ (στη Γαλλία κάθε τέτοιο τρακτέρ είναι συνιδιοκτησία περίπου δέκα οικογενειών).
Κάποτε ο αγρότης ένιωθε (και ήταν) δημιουργός, όπως ο καλλιτέχνης, τώρα νιώθει «γεωργικός τεχνολόγος» και έμπορος. Τα «ντελίβερι» είναι ο κύριος τρόπος επισιτισμού των Ελλήνων, αλλά και το γενικευμένο «όραμα»: να μη δουλεύει κανείς για τίποτα, να μας μισθοδοτεί όλους το κράτος, όπως στη Σαουδική Αραβία, ούτε καν να μαγειρεύουμε (ή μόνο από χόμπι).
Στην Ελλάδα χάθηκαν τα χωριά, όπως χάθηκε και από τις πόλεις η γειτονιά, όχι επειδή άλλαξε η λειτουργία της Οικονομίας, οι όροι της παραγωγής και της εμπορίας των αγαθών. Χάθηκαν τα χωριά επειδή πρώτα χάθηκε το σχολειό, η παιδεία έγινε χρηστική, έγινε «εφόδιο», «χαρτί» ανταλλακτικό του διορισμού, δηλαδή της ραστώνης.
Για να ξαναφυτρώσει κοινωνία σχέσεων, κοινοτικός βίος αλλά και αστικός, να αναχαιτιστεί η γάγγραινα του ατομοκεντρισμού, η εφιαλτική μοναξιά των «δικαιωμάτων», ο σκοταδισμός του μηδενισμού, του «με κάθε θυσία εξευρωπαϊσμού», είναι ανάγκη να ξαναγεννηθεί σχολειό. Η μάθηση χαρά και η συνύπαρξη γιορτή, η γλώσσα έρωτας, η πατρίδα καύχηση, η άμιλλα άθλημα αριστείας.
Επέτειος εορταστική ελευθερίας, βγαλμένης από κόκαλα ιερά. Και σπαταλημένης ανίερα.
_________________
(*) Ο Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.