Η φυγή των αγαλμάτων σε καιρούς βάρβαρους
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Posted by Youmagazine Staff
Η απόφαση του Δήμου Αθηναίων να φυγαδεύσει τα αγάλματα από τις πλατείες για να τα σώσει, θυμίζει τις μέρες πριν από τη γερμανική κατοχή.
Μάρτιος 2015. Συνεργεία καθαρισμού ξεκινούν τις εργασίες αποκατάστασης των αγαλμάτων μετά τις καταστροφές από την κατάληψη της Νομικής από μικρή ομάδα «αντιεξουσιαστών». Πηγή: Supplied
v
«ΚΑΜΙΑ ανοχή στον πολιτισμό!» Αυτό το νεοβάρβαρο σύνθημα κυριαρχεί τον τελευταίο καιρό στους τοίχους των Αθηνών, ίσως και άλλων πόλεων, προάγγελος ενός νέου είδους ανθρώπων που εχθρεύονται τον πολιτισμό και ικανοποιούνται μόνο με την καταστροφή του.
Μετά την Συρία, όπου το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) αντλούσε ηδονή σπάζοντας τα αρχαία αγάλματα στην Παλμύρα, η Αθήνα, στο κατώφλι ενός νέου μεσαίωνα και μιας νέας παρακμής, προσπαθεί να αμυνθεί απέναντι στη βεβήλωση από άτομα που μικρή συγγένεια έχουν με το ανθρώπινο είδος, σίγουρα όχι με το πολιτισμένο κομμάτι του.
Δεν είναι μόνο η βεβήλωση. Είμαστε και οι πρώτοι διδάξαντες, πολύ πριν από τους ευρισκόμενους σε παραισθητική κατάσταση από τη λήψη ναρκωτικών τζιχαντιστές, της καταστροφής, αφού το φαινόμενο του «αποκεφαλισμού» των αγαλμάτων έχει αρχίσει στη χώρα μας από το 2012. Τον Οκτώβριο του έτους εκείνου είχαν κλαπεί στην Αθήνα οι προτομές των Πετιμεζά, Σκούρα, Ψαρρού, Λευκαδίτη και Μαρτί. Οι συμμορίες ξήλωσαν τα αγάλματα από μπρούτζο για να εκμεταλλευτούν το πολύτιμο μέταλλο πουλώντας το σε χυτήρια.
Το επόμενο έτος εκλάπησαν οι μπρούτζινες προτομές του Νίκου Καζαντζάκη και του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου από τον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων. Έκτοτε το φαινόμενο πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας.
v
Οι δράστες φέρνουν μηχανήματα με τα οποία ρίχνουν κάτω τις βάσεις και ύστερα με τροχό κόβουν τις προτομές. Στις δύο φωτογραφίες βλέπουμε την προτομή του Κωστή Μπαστιά, διά χειρός Πραξιτέλη Τζανουλίνου, πριν και μετά. Πηγή: Supplied
v
Το τελευταίο χρονικό διάστημα το Τμήμα Γλυπτών και Μνημείων του Δήμου Αθηναίων δεν προλαβαίνει να δέχεται καταγγελίες για κλοπές αγαλμάτων. Για το λόγο αυτό ο Δήμος αποφάσισε την απόσυρση των γλυπτών από τα επισφαλή σημεία της πόλης – συνολικά 49 γλυπτά.
Κάτι τέτοιο είχε να συμβεί από τον Απρίλιο του 1941, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Σχετικά με το θέμα αυτό παραθέτουμε το άρθρο του Νίκου Κωνσταντάρα από την εφημερίδα «Καθημερινή»:
v
Η φυγή των αγαλμάτων
«Είναι κατανοητή η ανησυχία του δημάρχου Αθηναίων Γιώργου Καμίνη για την τύχη ορειχάλκινων αγαλμάτων και άλλων γλυπτών που βρίσκονται σε “επισφαλή θέση” στην ελληνική πρωτεύουσα· η πείρα των τελευταίων χρόνων δείχνει ότι βρίσκονται στο έλεος κλεφτών και βανδάλων.
Ακατανόητο, όμως, είναι ότι φθάσαμε στο σημείο που ο δήμος αναγκάζεται να σκεφτεί πώς θα κρύψει έργα τέχνης για την προστασία τους, όπως συνέβαινε πριν από τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, όπως αναγκάστηκαν να πράξουν οι Αρχές της Συρίας και του Ιράκ πριν από την επέλαση των τζιχαντιστών. Όσο υπερβολική και αν φαίνεται η σύγκριση, η ουσία είναι ότι η πόλη μας –η καθημερινότητά μας– παραδέρνει από ήττα σε ήττα.
Ζούμε μια κρίση που προηγείται της οικονομικής. Είναι μια κρίση πολιτισμού, η αδυναμία να κρίνουμε τους κινδύνους γύρω μας και να αναλάβουμε δράση για να ξεφύγουμε, για να ενισχύσουμε την κοινωνία και τις δομές της, για να προστατεύσουμε όσα καλά διαθέτουμε.
Όταν φτάνουμε στο σημείο να κρύβουμε γλυπτά, όταν αλλάζουμε τα δρομολόγια μαζικών μέσων μεταφοράς για να αποφεύγουμε τις ενέδρες “μπαχαλάκηδων”, όταν ανεχόμαστε βανδαλισμούς σε κάθε δημόσιο χώρο (έχετε δει πάρκο με φώτα που δεν είναι σπασμένα;), όταν οδηγοί μοτοσικλετών και αυτοκινήτων θεωρούν προαιρετική την τήρηση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, πόσο θα αργήσει η ημέρα που οι ίδιοι θα φοβόμαστε να βγούμε από τα σπίτια μας επειδή θα αισθανόμαστε απροστάτευτοι;
Η απαξία του δημόσιου χώρου –κυρίως η ανοχή γι’ αυτό– είναι η απαξία κάθε μέλους της κοινωνίας. Παντού υπάρχουν μικρές ομάδες ή άτομα που θέλουν να επιβάλουν τη θέλησή τους στους υπόλοιπους, αλλά σπανίως βλέπουμε το σύνολο της κοινωνίας, όπως αυτή εκφράζεται από κρατικούς θεσμούς, να μη λειτουργεί με γνώμονα την προστασία του καθενός και του συνόλου, όπως βλέπουμε στην Ελλάδα.
Βλέποντας την ανοχή και την ολιγωρία της πολιτείας μπροστά σε εγκλήματα εις βάρος του δημόσιου χώρου, φυσικό είναι να σκεφτούμε είτε πώς θα προστατευθούμε είτε πώς θα κρυφτούμε από τον κίνδυνο. Θα τραπούμε σε φυγή ή θα δώσουμε τη μάχη;
Στην απουσία της πολιτείας αναγκάζεται ο κάθε ένας να αυτοσχεδιάσει εναντίον της αυθαιρεσίας άλλων. Υποχρεωνόμαστε να αντιμετωπίσουμε το ουσιαστικό δίλημμα της ζούγκλας – φυγή ή σύγκρουση; Ο χαρακτήρας του καθενός κρίνει πώς θα πράξει – με βάση τη συγκυρία, τις επιλογές και το διακύβευμα. Από την πολιτεία, όμως, αναμένουμε μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην εκπλήρωση της υποχρέωσής της να παρέχει ασφάλεια και τα κοινωνικά αγαθά σε όλους.
Για πολλά χρόνια, η βίαιη διαμαρτυρία και η αντικοινωνική συμπεριφορά ακραίων ομάδων θεωρούνταν σχεδόν φυσιολογικές από αρκετά μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, σαν να ήταν μια –έστω υπερβολική– έκφραση νεανικής επαναστατικότητας. Όταν, όμως, δεν υπάρχει ουσιαστικός εχθρός αλλά ούτε πλαίσιο συμπεριφοράς, αυτή η επιθετικότητα στρέφεται εναντίον του συνόλου.
Όταν η πολιτεία δεν αντιδρά, ή το σύνολο θα διαβρωθεί ολότελα ή θα διασπαστεί σε αντιμαχόμενες ομάδες, με ακόμη πιο ολέθριο αποτέλεσμα. Η ομολογία απελπισίας του δήμου ξεκαθαρίζει το τοπίο και θέτει ευθέως το ερώτημα σε όλους: συμφωνούμε στην αλλοίωση της δημόσιας και ιδιωτικής μας ζωής επειδή φοβόμαστε να την προστατεύσουμε; Ή καταλαβαίνουμε, πλέον, ότι ήρθε η ώρα να λειτουργήσουμε ως ενήλικοι και να απαιτήσουμε η πολιτεία να πράξει το ίδιο;»
Κράτα το