Ιστορίες Σοφίας: Ο βασιλιάς και ο φιλόσοφος
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Από την Έλλη Άμποτ
Η ιστορία ενός βασιλιά και ενός φιλόσοφου που ζήτησε να γίνει φίλος του, όπως ακριβώς την αφηγήθηκε ένας Μπραχματσαρί στους μαθητές του, στις όχθες του Γάγγη.
ν
ΕΝΑΣ Μπραχματσαρί, όπως αποκαλούνται οι δάσκαλοι από το Τάγμα των Βραχμάνων ασκητών που οι Έλληνες ονομάζουν Γυμνοσοφιστές, και οι μαθητές του, έπλεναν τα πόδια τους στα ιερά νερά του ποταμού Γάγγη, όταν ένας τσέλα παραπονέθηκε ότι ενώ πίστευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του στο Θεό, προσκυνούσε ευλαβικά, νήστευε και διαλογιζόταν διαρκώς μένοντας ξάγρυπνος τις νύχτες, ο Μπράχμα, ο Κύριος των Πλασμάτων, κώφευε στις παρακλήσεις του.
Ο δάσκαλος και οι μαθητές είχαν έρθει στο Βαράνασι για τις γιορτές του Σίβα και μόλις είχαν επιστρέψει από τα διάφορα σημεία της πόλης όπου είχαν πάει για να ζητιανέψουν την καθημερινή τροφή τους.
«Τι ζητάς από τον Θεό στις προσευχές σου;» ρώτησε τον τσέλα ο Μπραχματσαρί.
«Ό,τι και οι άλλοι άνθρωποι: ευδαιμονία και υλικά αγαθά», απάντησε ο μαθητής και συνέχισε πριν προλάβει ο δάσκαλος να πει κάτι:
«Μας διδάσκεις ότι σημασία έχουν η σοφία και η αρετή. Όμως η ύπαρξη κάποιας αρετής, δεν επαρκεί από μόνη της για να θεωρηθεί ένας άνθρωπος ευδαίμων. Αντιθέτως, πολλές φορές ακριβώς λόγω αυτής της αρετής του, θα μπορούσαν να προκύψουν στη ζωή του πολλά εμπόδια, που δεν θα του επέτρεπαν να ευτυχίσει. Όσο για τη σοφία, όσο σοφός κι αν είναι κάποιος, θα κακομοιριάσει όταν βρεθεί σε κατάσταση σωματικών πόνων ή σε κατάσταση φτώχιας ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζονται τα υλικά αγαθά, τόσο αυτά που αφορούν το σώμα, όσο και εκείνα που είναι έξω από αυτό», είπε ο τσέλα. «Αυτά φέρνουν την ευδαιμονία».
Πολλοί από τους μαθητές κούνησαν τα κεφάλια τους ακούγοντάς τον.
«Θα σας πω μια ιστορία και κρίνετε μόνοι σας», είπε ο δάσκαλος.
Ένας βασιλιάς, αποφάσισε κάποτε να ευεργετήσει τους υπηκόους του, δίνοντάς τους ποικίλα δώρα. Την ορισμένη μέρα, καθισμένος σε ηγεμονικό θρόνο, έδινε σε αυτούς που περνούσαν από μπροστά του ό,τι του ζητούσαν. Σε άλλους έδωσε εξοχικές εκτάσεις με αγρούς, αμπέλια, βοσκοτόπια και δάση, άλλοι πήραν επαύλεις και παραθαλάσσιες κατοικίες, άλλοι χρυσάφι, πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, άλλοι πολυτελή ενδύματα, άλλοι χρηματικά ποσά, άλλοι οικοσκευές, άλλοι ζήτησαν και πήραν πύργους, κήπους και λουτρά, άλλοι σιτάρι και διάφορα τρόφιμα, άλλοι άμαξες και εκπαιδευμένα ζώα, ασήμι, δούλους, υποζύγια∙ κάποιοι πήραν ακόμη και πλοία. Κανείς δεν έμεινε παραπονεμένος∙ ο καθένας πήρε ό,τι ποθούσε η καρδιά του.
Έφτασε το τέλος της μέρας και ο βασιλιάς έγυρε στο θρόνο του σκεπτικός και αποκαμωμένος, όταν φάνηκε από μακριά ένας Γυμνοσοφιστής.
«Τι θέλεις», ρώτησε ο βασιλιάς. «Δεν έχουν μείνει και πολλά πράγματα».
«Δεν ζητώ τίποτα, βασιλιά, παρά μόνο τη φιλία σου», είπε εκείνος.
Ο βασιλιάς ξαφνιάστηκε. Όσες ώρες μοίραζε πλούτη, δεν είχε ακούσει από κανέναν ούτε ένα ευχαριστώ. Κανείς δεν τον είχε δει σαν άνθρωπο, κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί γι’ αυτόν, κανείς δεν είχε ζητήσει τη φιλία του. Ακούγοντας τώρα τον Γυμνοσοσφιστή κάτι σκίρτησε μέσα του.
«Την έχεις και από τώρα θεωρείσαι φίλος μου!»
«Σ’ ευχαριστώ, βασιλιά, και για να στο ανταποδώσω σε καλώ στο σπίτι μου, σε ένα μήνα από τώρα, για να φάμε μαζί», είπε ο Γυμνοσοφιστής.
Ο βασιλιάς έδωσε εντολή στον πρωθυπουργό του να φροντίσει τα σχετικά με την επίσκεψή του στο σπίτι του Γυμνοσοφιστή σε ένα μήνα.
Εκείνος έστειλε μια ομάδα αυλικών στο σπίτι του Γυμνοσοφιστή για να δουν ποιος είναι ο νέος φίλος του βασιλιά και να εξετάσουν το μέρος.
Βρήκαν τον σοφό σε ένα ταπεινό σπίτι, άδειο από έπιπλα, να τρώει καθισμένος κατάχαμα μια κούπα ρύζι.
«Πού θα καθίσει ο βασιλιάς;» τον ρώτησαν. «Στο σπίτι σου δεν υπάρχει ούτε ένα μαξιλάρι».
«Θα καθίσει στο πάτωμα», είπε εκείνος.
«Και τι θα του προσφέρεις;»
«Μια κούπα με ρύζι σαν αυτήν. Αν το θέλει αλμυρό, θα ρίξω αλάτι. Αν το θέλει γλυκό, θα ρίξω ζάχαρη. Αυτό μόνο μπορώ να του προσφέρω».
«Αυτό είναι αδιανόητο», είπαν εκείνοι και έφυγαν συγχυσμένοι.
Μόλις ο πρωθυπουργός έμαθε τα καθέκαστα, έστειλε να ειδοποιήσουν μηχανικούς και αρχιτέκτονες, μαραγκούς και χτίστες, πλακάδες και υδραυλικούς και τους διέταξε να πάνε στο μέρος όπου έμενε ο σοφός και να χτίσουν δίπλα στην παράγκα του ένα μικρό παλάτι με όλες τις ανέσεις και τις υπηρεσίες για τον βασιλιά και την ακολουθία του.
Έτσι και έγινε. Σύντομα, στο χώρο του σοφού, υψώθηκε μια πολυτελής κατοικία με δροσερά δωμάτια, κήπους με σιντριβάνια και εξωτικά πουλιά, καθώς και μια τραπεζαρία με έναν μηχανισμό στην οροφή απ’ όπου έπεφταν άνθη.
Λίγο πριν έρθει ο βασιλιάς, ο χώρος γέμισε από έπιπλα διακοσμημένα με φίλντισι, κεντητά μαξιλάρια και πολυτελή υφάσματα, από φρουρούς, υπηρέτες και μουσικούς και οτιδήποτε άλλο κάνει τη διαμονή ενός ηγεμόνα ευχάριστη, όπως αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής. Ήρθε και ο αρχιμάγειρας του παλατιού με τους βοηθούς του για να παρασκευάσουν τα αγαπημένα εδέσματα του κυρίου τους.
Τέλος, έφτασε και ο βασιλιάς. Κάθισε με τον σοφό στην τραπεζαρία και αφού έφαγαν, κουβέντιασαν για λίγο και κανόνισαν να ξανασυναντηθούν.
ν
ν
Όταν ο βασιλιάς έφυγε, ο πρωθυπουργός έδωσε εντολή να αδειάσουν τον χώρο και να μεταφέρουν πίσω στο παλάτι όλα τα αντικείμενα. Μαζί τους θα επέστρεφαν οι φρουροί, οι μουσικοί, οι μάγειροι και το υπόλοιπο προσωπικό. Την επομένη οι εργάτες θα έρχονταν για να διαλύσουν το μικρό παλάτι που είχε φτιαχτεί σε λιγότερο από τριάντα μέρες.
Τότε παρενέβη ο σοφός: «Ο βασιλιάς θα στεναχωρηθεί πολύ όταν έρθει ξανά εδώ και δεν βρει τίποτα. Δεν ξέρω πότε θα ξανάρθει: μπορεί τον επόμενο μήνα μπορεί τον επόμενο χρόνο. Καλύτερα, λοιπόν, να τα αφήσεις όλα ως έχουν. Είναι γελοίο να δαπανηθούν πάλι τόσα χρήματα για να φτιαχτεί ένα νέο παλάτι από την αρχή, από τη στιγμή που υπάρχει αυτό εδώ. Φυσικά το παλάτι χρειάζεται προσωπικό για να το φροντίζει. Γι’ αυτό άφησε όσους έχουν έρθει, να μείνουν εδώ. Έτσι, αν έρθει ξαφνικά ο αφέντης σου, θα μπορούν να τον υποδεχτούν κατάλληλα».
Ο Μπραχματσαρί σταμάτησε την αφήγηση και κοίταξε έναν-έναν τους τσέλα με μάτια που έλαμπαν.
«Τι μας διδάσκει αυτή η ιστορία; Ενώ όλοι ζήτησαν και πήραν από το βασιλιά υλικά αγαθά, ο σοφός ζήτησε τη φιλία του. Έγιναν άραγε ευτυχισμένοι όσοι πήραν αυτό που ήθελαν;
Ας το εξετάσουμε. Τα χωράφια πλημμυρίζουν ή γίνονται χέρσα, οι σοδειές καταστρέφονται από το χαλάζι ή τις ακρίδες, τα σπίτια πιάνουν φωτιά ή γκρεμίζονται από σεισμούς και πολέμους, τα ζώα αρρωσταίνουν και πεθαίνουν, τα πλοία βουλιάζουν. Όσο για τους θησαυρούς που συγκεντρώνει κάποιος σπίτι του, αυτοί γίνονται αιτία να μην μπορεί πια να κοιμηθεί. Παντού βλέπει να παραμονεύουν εχθροί, πραγματικοί ή φανταστικοί, φοβάται τις σκιές, τρέμει από αγωνία μήπως τον ληστέψουν, ή τον σκοτώσουν, ή τον απαγάγουν. Ακόμη κι αν βάλει φρουρούς γύρω του, πάλι δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος, από το φόβο μήπως τους εξαγοράσουν οι εχθροί του.
»Ζητώντας την ευτυχία στα υλικά αγαθά, ο άνθρωπος πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο: ζει σε κλίμα φοβίας, καχυποψίας και πανικού, προσπαθώντας να προστατέψει τη ζωή και τ’ αποκτήματά του, που και τα δύο είναι προσωρινά. Αντί, λοιπόν, να ζητάς από το Θεό πράγματα φθαρτά, είναι καλύτερο να πας κοντά στο Θεό, που είναι η πηγή των πάντων.
»Όποιος, ακολουθώντας την πνευματική ατραπό, γίνεται φίλος με το Θεό, αυτός έχει τα πάντα για πάντα και δεν χρειάζεται τίποτα».
ν