Ο Ναός του Ολυμπίου Διός και τα εγκαίνιά του από τον αυτοκράτορα Αδριανό
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Από τον Αντώνη Κυριαζή
Η ιστορία του μεγαλοπρεπούς Ναού του Ολυμπίου Διός η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ. και ολοκληρώθηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Ο Ναός του Ολυμπίου Διός συμβολίζει τον διαχρονικό ιερό τόπο της πανανθρώπινης κοινωνίας και την πάλη για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της προστασίας των ανθρώπινων ελευθεριών. Image: Wikimedia Commons
ν
ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ Ολύμπιον, άρχισε να κατασκευάζεται επί τύραννου Πεισίστρατου το 530 π.Χ. αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η οικοδόμηση του σημερινού ναού ξεκίνησε το 174 π.Χ. από τον Αντίοχο τον Επιφανή της Μακεδονικής δυναστείας των Σελευκιδών. Ο ναός ολοκληρώθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό και το 130 μ.Χ. αφιερώθηκε από αυτόν στον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων.
Η κατασκευή του κράτησε συνολικά εξακόσια τριάντα οκτώ χρόνια και ήταν ο μεγαλύτερος ναός της Ελλάδας κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Ο Παυσανίας (Α’ 18, 8) αναφέρει, ότι σύμφωνα με την τοπική αθηναϊκή παράδοση το ιερό με το ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα πρωτοδημιουργήθηκε από τον γενάρχη των Ελλήνων, τον Δευκαλίωνα.
Αρχιτέκτονες του έργου αναφέρονται οι Αντιστάτης, Κάλλαισχρος, Αντιμαχίδης καί Φόρμος. Αλλού αντί για τον Φόρμο αναφέρεται ο Πωρίνος.
Κατά τη διάρκεια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ο ναός παρέμεινε ημιτελής. Στο έργο του Πολιτικά, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το ναό ως παράδειγμα για το πώς τα τυραννικά καθεστώτα αναγκάζουν τους κατοίκους να ασχολείται με τεράστια έργα, μην αφήνοντας τους χρόνο, ενέργεια και τρόπους αντίδρασης.
Όπως είπαμε, η ανέγερση του σημερινού ναού έγινε τον 2ο αιώνα π.Χ. υπό την αιγίδα του βασιλιά Αντιόχου του Δ΄ Επιφανούς (βασίλευσε στη Συρία ανάμεσα στο 175 και το 164 π.Χ.). Αυτός προσέλαβε τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Δέκιμο Κοσσούτιο για να ξανασχεδιάσει τον μεγαλύτερο ναό στον τότε γνωστό κόσμο. Ο Κοσσούτιος άλλαξε τον ρυθμό του ναού και από δωρικό τον έκανε κορινθιακό. Όταν ο Αντίοχος πέθανε το 164 π.Χ., η κατασκευή του ναού σταμάτησε πάλι.
ν
ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
Το 86 π.Χ., όταν οι ελληνικές πόλεις περιήλθαν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία, ο στρατηγός Κορνήλιος Σύλλας μετέφερε κίονες από τον ναό της Αθήνας στη Ρώμη, για να χρησιμεύσουν ως πρότυπο στους Ρωμαίους γλύπτες που ασχολούνταν με την αναστήλωση του ναού του Υπέρτατου Διός στον Καπιτωλίνο Λόφο. Οι κίονες αυτοί επηρέασαν τη διάδοση και άνθιση του κορινθιακού ρυθμού στην Ρώμη.
Ο ναός ολοκληρώθηκε τελικά το 129 μ.Χ. (ή το 131 μ.Χ. κατά άλλους) από τον αυτοκράτορα Αδριανό, που ήταν μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού.
Ο ναός κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο και είχε 96 μέτρα μήκος στις μεγάλες πλευρές του και 40 μέτρα στην ανατολική και δυτική πρόσοψη. Είχε 104 κίονες κορινθιακού ρυθμού. Ο καθένας είχε 17 μέτρα ύψος, 2,6 μέτρα διάμετρο και βάρος 364 τόνους περίπου.
Σαράντα οκτώ κίονες στέκονταν σε τριπλή σειρά κάτω από τα αετώματα και πενήντα έξι σε διπλή σειρά στα άκρα. Μόνο δεκαπέντε από τους αρχικούς κίονες του ναού παραμένουν όρθιοι σήμερα. Ένας θυελλώδης άνεμος έριξε έναν κίονα το 1852, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε στο ίδιο ακριβώς σημείο.
ν
Άποψη του ιερού του Διός με φόντο την Ακρόπολη. Image: Wikimedia Commons
ν
Ένας θυελλώδης άνεμος έριξε έναν κίονα το 1852, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Image: Wikimedia Commons
ν
Ο Αδριανός αφιέρωσε τον ναό στον Δία. Ανήγειρε επίσης ένα τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού στο σηκό του ναού. Τα αετώματα κοσμούνταν από πολλά αγάλματα, αλλά και σε ολόκληρο το ναό υπήρχαν αγάλματα και προτομές φημισμένων ανδρών. Οι Αθηναίοι για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον Αδριανό, του έστησαν άγαλμα πίσω από τον ναό. Δυστυχώς κανένα από τα γλυπτά που κοσμούσαν τον ναό δεν έχει διασωθεί.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε ο ναός αλλά εικάζεται ότι, όπως και άλλα μεγάλα κτήρια στην Αθήνα, καταστράφηκε μάλλον από κάποιο σεισμό κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων και τα ερείπια του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή άλλων κτιρίων.
ν
Ο αυτοκράτορας Αδριανός (βασ. 10 Αυγ. 117 – 10 Ιουλίου 138). Πηγή: Wikimedia Commons
ν
Μαρμάρινη προτομή του ρήτορα Πολέμωνα από τη Λαοδίκεια.
ν
Όπως αναφέρει ο Φιλόστρατος (Βίοι σοφιστών, 533), «όταν ολοκληρώθηκε το Ολύμπιο στην Αθήνα και ο αυτοκράτορας το ανακήρυξε σπουδαίο κατόρθωμα του χρόνου», ζήτησε από τον ρήτορα Πολέμωνα να εκφωνήσει λόγο κατά τη θυσία στην τελετή των εγκαινίων.
Ο σοφιστής Πολέμων από τη Λαοδίκεια της Καρίας, γεννήθηκε περίπου το 85 μ/Χ. και έζησε επί των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Τραϊανού, Αδριανού και Αντωνίνου Πίου. Ήταν φημισμένος για την ευγλωττία και τους αυτοσχέδιους λόγους του. Έγραψε δύο επιτάφιες δημηγορίες για τους Μαραθωνομάχους. Πέθανε πιθανόν το 153 μ.Χ.
Ο ίδιος ήταν αγαπητός σε πολλές πόλεις και ιδιαίτερα στη Σμύρνη, οι κάτοικοι της οποίας, όταν ήταν ακόμη πολύ νέος, διέκριναν τα ιδιαίτερα προσόντα του και συσσώρευσαν στο κεφάλι του Πολέμωνα όλα τα στεφάνια τιμής που είχαν στην πατρίδα τους.
Αυτόν τον Πολέμωνα, ο Τραϊανός τον είχε διορίσει διοικητή όλων των ελληνικών πόλεων στην Ιωνία, αξίωμα που δεν ήταν εύκολο να αναλάβει κάποιος, καθώς στις ελληνικές πόλεις υπήρχαν στασιαστικές κινήσεις. Αυτόν, λοιπόν, κάλεσε ο Αδριανός να εκφωνήσει τον πανηγυρικό στην τελετή των εγκαινίων.
Ο Πολέμων εκφώνησε ενώπιον του αυτοκράτορα λαμπρό λόγο από τη βάση του ναού και όπως συνήθιζε, προσηλωμένος σε ιδέες που υπήρχαν ήδη στο μυαλό του, άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από τη ροή του λόγου και είπε πολλά και αξιοθαύμαστα.
Όταν ο αυτοκράτορας θαύμασε τον αυτοσχέδιο λόγο του, ο Πολέμων του είπε ότι εμπνεύστηκε σε αυτή την ομιλία του από θείες δυνάμεις.
ν