Γιατί ερωτευόμαστε; Τρία βιβλία για την κατανόηση του έρωτα

Κατηγορία NEWS, Book Corner

BOOK CORNER  | Ενημ. 21/08/2024, 09:47

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης (*)

 

Γιατί ερωτευόμαστε; Γιατί το σεξ είναι τόσο διασκεδαστικό; Γιατί οι γυναίκες είναι πιο ώριμες από τους άνδρες συναισθηματικά και σεξουαλικά;

Τα κοινωνικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του έρωτα εξετάζουν τρία βιβλία. Image: CC BY-SA 4.0 Pixabay

v

Ο ΕΡΩΤΑΣ παίζει καθοριστικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων. Γιατί όμως ερωτευόμαστε; Ποιος είναι ο μηχανισμός του έρωτα; Τις απαντήσεις δίνουν τα βιβλία «Περί έρωτος» (μτφρ. Ρεβέκκα Πεσσάχ, εκδ. Ηριδανός) και «Περιπλάνηση στη νεωτρικότητα» (μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Αλεξάνδρεια) του Γκέοργκ Ζίμελ και το «Γιατί το σεξ είναι διασκεδαστικό;» (μτφρ. Κλείτος Παρασκευόπουλος, εκδ. Κάτοπτρο) του Τζάρεντ Ντάιμοντ.

Σύμφωνα με μια γνωστή ρήση, αποστολή των οικονομικών ως επιστήμης είναι η ένδειξη της ανθρώπινης ελευθερίας επιλογών, ενώ αντίθετα, της κοινωνιολογίας αρμοδιότητα είναι ν’ αποκαλύπτει το πόσο στην πραγματικότητα η ελευθερία μας αυτή δεν είναι παρά μια φενάκη. Πράγματι, η πρώτη προσεγγίζει τον άνθρωπο ως ένα ορθολογικό ον που μάχεται για τ’ ατομικά του συμφέροντα, ενώ η δεύτερη τον βλέπει ως εξαρτημένο τμήμα μιας ευρύτερης ολότητας.

Ιστορικά, η κοινωνιολογία συγκροτήθηκε όταν οι άνθρωποι άρχισαν να συνειδητοποιούν τις συγκλονιστικές συνέπειες της μεταβολής από τον προνεωτερικό κόσμο της θρησκείας, των παραδόσεων και της εγγύτερα στη φύση ζωής, στη νεωτερική πραγματικότητα της επιστήμης, του καπιταλισμού, του ατομικισμού και της εκβιομηχάνισης. Στόχος της; Η κατανόηση της «προόδου» και η περιγραφή των αμφίπλευρων συνεπειών της για τη ζωή του ανθρώπου.
ν

ν

Μια από αυτές είναι και ο έρωτας. Στο συνοπτικό του δοκίμιο «Περί έρωτος» (μτφρ. Ρεβέκκα Πεσσάχ, εκδ. Ηριδανός), ο Γερμανός κοινωνιολόγος George Simmel αμφισβητεί τη σοπεναουερική θεώρηση ότι το ερωτικό φαινόμενο αποτελεί μία «παγίδα» της σεξουαλικότητας στα έμβια όντα, για τη διαιώνιση του είδους και την αναπαραγωγή της τυφλής και άλογης συμπαντικής βούλησης.

Το ερωτικό συναίσθημα, μας λέει, είναι απολύτως πρωτογενές και δεν ανάγεται σε κανένα άλλο. Μάλιστα, ο Simmel αμφιβάλλει αν το ερωτικό συναίσθημα προέρχεται από εξωτερικό αντικείμενο.

Ενδεχομένως να προέρχεται από εσωτερική ανάγκη, έτσι ώστε όταν θέλουμε να ερωτευθούμε, να έχουμε ήδη αρχίσει να βρισκόμαστε στην κατάσταση του ερωτευμένου. Η ψυχή κατέχει τον έρωτα ως έσχατη πραγματικότητα και αυτό, από δυνάμει που είναι, κάποια στιγμή ενεργοποιείται. Ενδεχομένως να έρχεται η κατάσταση του έρωτα πριν καν έρθει το εξωτερικό αντικείμενο που θα λειτουργήσει αμέσως μετά σαν αφορμή της.

Το αντικείμενο του έρωτα

Για τον Simmel, ο έρωτας «δημιουργεί» τρόπον τινά το αντικείμενό του. Δεν είναι, όμως, ο έρωτας το συναίσθημα που, περισσότερο από κάθε άλλο (ο Simmel εξαιρεί εδώ μονάχα τα θρησκευτικά συναισθήματα), φαντάζει αδιαχώριστα συνδεδεμένο από το αντικείμενο προς το οποίο με οξύτητα στρέφεται;

O Simmel παρατηρεί εδώ ότι ο έρωτας διαθέτει αυτή τη μοναδική ιδιαιτερότητα να είναι εξατομικευμένος σε σημείο να χάνεται η διαμεσολαβητική ιδιότητα που συνδέει το υποκείμενο με το αντικείμενο. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Όταν νιώθω για ένα πρόσωπο σεβασμό, αυτό συμβαίνει λόγω μιας γενικής ιδιότητάς του, που τον καθιστά στα μάτια μου αξιοσέβαστο. Υπάρχει δηλαδή μια ιδιότητα που λειτουργεί ως αίτιο του σεβασμού μου και που με συνδέει μαζί του.

Το χαρακτηριστικό του έρωτα

Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα συναισθήματα, μηδέ εξαιρουμένου και του μίσους. Ωστόσο, όταν ερωτεύομαι κάποιον, η ιδιότητα που τον καθιστά ερωτεύσιμο για εμένα μοιάζει να έχει χαθεί και αδυνατώ να την εντοπίσω. Αυτό είναι μοναδικό χαρακτηριστικό του έρωτα (και του απόλυτα αγνού θρησκευτικού συναισθήματος της αγάπης στον Θεό, συμπληρώνει και πάλι ο Simmel. Ο έρωτας δεν ταυτίζεται με τη σεξουαλική έλξη, αν και κατά κανόνα συνδέεται μαζί της, και ο Simmel παραδέχεται ότι δεν είναι διόλου απίθανο η εξατομίκευση του ερωτικού φαινομένου να εξηγείται από το κίνητρο της διαιώνισης του είδους.

Πάντως, παραμένει γεγονός πως ο έρωτας και η σεξουαλικότητα δεν ταυτίζονται. Τη στιγμή που ο βιολογικός σκοπός επιτυγχάνεται, το ερωτικό συναίσθημα τρόπον τινά αυτονομείται, για να πάρει τον δικό του δρόμο από εκεί και πέρα. Πλέον δεν είναι ο έρωτας στην υπηρεσία της ζωής, αλλά η ζωή μπαίνει στην υπηρεσία του έρωτα. Είναι σαν η ζωή, με τη βιολογική έννοια, να είναι ικανή να παράγει ροπές που, καθώς αναπτύσσονται, γίνονται κάτι παραπάνω από απλώς «ζωώδεις»:

«Η ουσία της ζωής, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γεννά συνεχώς, είναι να δημιουργεί περισσότερη ζωή, να είναι ένα κάτι περισσότερο-από-τη-ζωή. Έτσι γεννά προϊόντα, τεχνικά ή κανονιστικά τα οποία αντιπροσωπεύουν ένα πλεόνασμα πέρα από την απλή διαδικασία της ζωής και αυτού που υπηρετεί. Και ενώ αυτά τα προϊόντα είναι πλασμένα το καθένα με μία λογική και ένα αξιολογικό σύστημα που ανταποκρίνεται στο γεγονικό τους περιεχόμενο, και καταλήγουν σε χώρους αυτόνομους στο εσωτερικό των δικών τους ορίων, προσφέρονται ξανά στη ζωή με τη μορφή των περιεχομένων, τα οποία εμπλουτίζουν και εντατικοποιούν» (σελ. 33).
v

Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Πίνακας του Frank Dicksee (1884). Πηγή: Wikimedia Commons

ν

Ρωμαίος και Ιουλιέτα

Έτσι, και ο έρωτας καταλήγει να είναι αυτοσκοπός και να μην υπηρετεί τίποτα άλλο εκτός του εαυτού του. Ο έρωτας μοιάζει ν’ αρνείται ολοκληρωτικά το ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή του είδους (σελ. 37). Από εκεί πηγάζει και η τραγικότητα του αυθεντικού έρωτα, όπως απεικονίζεται στο σαιξπηρικό έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα: οι δύο ερωτευμένοι νέοι βρίσκονται, κατά κάποιον τρόπο, πέραν του εμπειρικού κόσμου, πέραν της ζωής και των σκοπιμοτήτων της, ωστόσο παραμένουν μέσα σε αυτή, οπότε και η σύγκρουση καθίσταται αναπόφευκτη.

Ο έρωτας μοιάζει να έχει γεννηθεί και αναπτυχθεί μέσα σε έναν κόσμο στον οποίον δεν βρίσκει καμία θέση. Η ερμηνεία τούτη δείχνει να προσαρτά το ερωτικό σε μία απαισιόδοξη βιταλιστική θεώρηση που θυμίζει τον Nietzsche. Στο δοκίμιο για την ερωτοτροπία (φλερτ), μας αναφέρει ότι αυτή εκφράζει την αλληλοσυμπλήρωση των δύο φύλων και τον δυϊσμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
ν

ν

Ο Simmel ασχολήθηκε και με άλλες πλευρές του ερωτικού φαινομένου και της σεξουαλικότητας. Μία από αυτές ήταν και η πορνεία. Στο δοκίμιό του «Μερικά σχόλια για την πορνεία στο παρόν και στο μέλλον», περιγράφει την πορνεία ένα «αναγκαίο κακό» διότι, κατά τη γνώμη του, οι άνδρες ωριμάζουν πρώτα σεξουαλικά και, πολύ αργότερα, συναισθηματικά για τον γάμο, σε αντίθεση με τις γυναίκες, στις οποίες οι δύο πλευρές της ωρίμανσης (σεξουαλική, συναισθηματική) λίγο-πολύ συμπορεύονται χρονικά.

Από πού προέρχεται, όμως, η ηθική καταδίκη της πορνείας; Ο Simmel είναι πεπεισμένος πως η ηθική απαξίωση της πορνείας είναι κάτι που έλαβε χώρα σε μεγάλο βαθμό κατά τους Νεώτερους Χρόνους, σε φανερή αντίθεση με τη γενική απενοχοποίησή της στην Αρχαιότητα και σε πολλές «πρωτόγονες» κοινότητες, όπου πολλές φορές η θρησκευτική λατρεία συνδυαζόταν ή και εκφραζόταν ευθέως με πορνικές δραστηριότητες. Η αιτία της ηθικής καταδίκης της πορνείας στη Νεωτερικότητα, θα πει ο Simmel, είναι η αύξηση του ατομικισμού, που αναγνωρίζει στο κάθε άτομο μιαν ιδιαίτερη και απαραβίαστη αξιοπρέπεια. Εξαιτίας του ατομικισμού, ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως προσωπική ύπαρξη που δεν πρέπει να παραβιάζεται με κανένα τρόπο.

Το αναγκαίο επάγγελμα

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το πνευματώδες εκλαϊκευμένο βιβλίο «Γιατί το σεξ είναι διασκεδαστικό», του Jared Diamond. Το βιβλίο ασχολείται με πλήθος υποθέσεων και θεωριών, για να μας δείξει το πώς εξηγούνται εξελικτικά εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, που την καθιστούν μοναδική στο ζωικό βασίλειο: η συγκαλυμμένη ωορρηξία, η αναπαραγωγή ανεξαρτήτως ωορρηξίας, και η ανατροφή παιδιών από τους δύο γονείς μαζί.

Αρχικά, ανάμεσα στα έμβια είδη διακρίνουμε και διαφορετικές αναπαραγωγικές συμπεριφορές, πράγμα εύλογο, αφού οι τελευταίες βρίσκονται πάντοτε άμεση συνάρτηση των ανατομικών ιδιοτήτων του εκάστοτε είδους.
ν

ν

Ο Diamond υποστηρίζει ότι, από εξελικτική σκοπιά, το ανδρικό φύλο κλίνει προς την «πολυγαμία», ενώ το γυναικείο διακρίνεται από μονογαμικές τάσεις. Αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή διαφορετικές σεξουαλικές συμπεριφορές ωφελούν εξελικτικά το κάθε φύλο, ο Jared Diamond αναφέρεται σ’ αυτό ως τη «μάχη των φύλων», θεωρώντας τη σημαντικό αίτιο της δυστυχίας πολλών ανθρώπινων σχέσεων:

«Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι εξελικτικοί βιολόγοι θεωρούσαν ότι η φυσική επιλογή προωθούσε, κατά κάποιον τρόπο, “το καλό του είδους”. Στην πραγματικότητα., η φυσική επιλογή λειτουργεί αρχικά πάνω σε μεμονωμένα ζώα και φυτά- δεν είναι απλώς ένας αγώνας μεταξύ ειδών (ολόκληρων πληθυσμών) ούτε, τέλος, απλώς μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους με κοινή ηλικία και κοινό φύλο […] Πιο συγκεκριμένα, ενώ η φυσική επιλογή ευνοεί τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά που παράγουν πολλούς απογόνους, η βέλτιστη στρατηγική προς επίτευξη αυτού του σκοπού μπορεί να διαφέρει για τους πατέρες απ’ ό,τι για τις μητέρες» (σελ. 37).

Αν η ερμηνεία που δίνει ο Simmel προσυπογράφει την αυτονόμηση του έρωτα απ’ τις βιολογικές του βάσεις, η έρευνα που παραθέτει και συμπυκνώνει ο Diamond ξεκινάει από την αναγωγή σ’ αυτές, για ν’ αφήσει στη συνέχεια ανοικτή την αυτονόμηση χάρη στην επιστημονική πρόοδο. Αμφότερες, όμως, οι προσεγγίσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάπως ελλιπείς, διότι δεν εξηγούν το πώς καθίσταται εφικτή η (εξελικτικά «παράλογη») αυτονόμηση του έρωτα, με το δεδομένο ότι το ευρύτερο ερμηνευτικό τους πλαίσιο δεν διαφεύγει εντελώς από τον νατουραλισμό.

_________________

(*) Ο Μύρων Ζαχαράκης  είναι υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας.
ν

 


Translate this post