«Yellowface»: Στα άδυτα της αμερικανικής εκδοτικής βιομηχανίας
BOOK CORNER | Ενημ. 21/01/2025, 21:50
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Πώς η 28χρονη Ρ.Φ. Κουάνγκ μετέτρεψε ένα πρόσφατο σκάνδαλο βιβλίου στην Αμερική στο σατιρικό θρίλερ «Yellowface».
Image: Supplied
v
ΕΥΓΕΝΕΙΣ συγγραφείς που με άδολο τρόπο παλεύουν νυχθημερόν με τις λέξεις τους μπας και καταφέρουν να φτιάξουν μια πρωτότυπη ιστορία που θα ενδιαφέρει τους αναγνώστες. Εκδοτικοί οίκοι που προάγουν τον πολιτισμό και πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα της πλήρους εμπορευματοποίησης, αδιαφορώντας για το πρόσκαιρο κέρδος. Έμπειροι αναγνώστες που με πλέρια συμπόνια και ζέση διαβάζουν τα βιβλία και εκθέτουν τις απόψεις τους δημόσια, δίχως διάθεση να αντιπαρατεθούν ή να προκαλέσουν αρνητικό ντόρο.
Και κάπου εδώ τελειώνει αυτή η ευχάριστη παρένθεση και επιστρέφουμε στη σκληρή πραγματικότητα που είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που μπορεί να φαντάζεται κάποιος ανέγνωρος με τα εκδοτικά πράγματα.
Τα ενδότερα
Το μυθιστόρημα της Ρ.Φ. Κουάνγκ (R.F. Kuang) «Yellowface» (μτφρ. Mυρτώ Καλοφωλιά, εκδ. Πατάκη) μάς μεταφέρει στα ενδότερα του εκδοτικού κόσμου. Σαν να τραβάει το πέπλο της φωτισμένης επιφάνειας, της προθήκης ενός βιβλιοπωλείου, ας πούμε, και να μας πηγαίνει στα υπόγεια, εκεί που συντελούνται όλα τα περίεργα της δημιουργίας ενός βιβλίου.
Πρωταγωνίστρια σ’ αυτό το σκοτεινό ταξίδι είναι η εκκολαπτόμενη συγγραφέας Τζουν Χέιγουορντ, της οποίας το πρώτο βιβλίο πήγε άπατο, τη στιγμή που η, ας πούμε, κολλητή της, Αθηνά Λιου έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας και ως άλλος Γκαστόνε ό,τι και να πιάσει γίνεται χρυσάφι. Η μία είναι μια παραπεταμένη και αυτοοικτιρούμενη δημιουργός και η άλλη είναι μια εύμορφη, μυστηριώδης και επιτυχημένη συγγραφέας, της οποίας τα βιβλία γίνονται αυτομάτως μπεστ σέλερ και προκαλούν ένα κύμα ενδιαφέροντος.
ν
ν
Η λαθροχειρία
Τι γίνεται, όμως, όταν το πουλέν της λογοτεχνίας από την Κίνα πεθαίνει ξαφνικά, μπρος στα έκπληκτα μάτια της Τζουν, επειδή στραβοκατάπιε μια τηγανίτα;
Λίγο αφότου έχει αφήσει την τελευταία της πνοή η Αθηνά, η Τζουν αποφασίζει να κάνει μια λαθροχειρία. Υφαρπάζει το μισοτελειωμένο μυθιστόρημα της Αθηνάς που έχει ως θέμα την άγνωστη συμβολή των Κινέζων στρατιωτών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και τι θα κάνει, άραγε, μ’ αυτό το χειρόγραφο η Τζουν; Να το παραδώσει στον εκδοτικό της έτσι ώστε να γίνει το post mortem της φίλης της; Όχι, το οικειοποιείται. Βλέπει σ’ αυτό τη μεγάλη ευκαιρία της να υπάρξει στον κόσμο της λογοτεχνίας ως τρανό όνομα.
Λίγο αφότου έχει αφήσει την τελευταία της πνοή, η Τζουν αποφασίζει να κάνει μια λαθροχειρία. Υφαρπάζει το μισοτελειωμένο μυθιστόρημα της Αθηνά…
Το συμμαζεύει, το γεμίζει εκεί που η φίλη της δεν είχε προλάβει να το συνθέσει και το παραδίδει στον ατζέντη της για τα περαιτέρω. Φυσικά, το μυθιστόρημα, έπειτα από πλειστηριασμό, πηγαίνει σε έναν ποιοτικό εκδοτικό οίκο που διαπιστώνει ότι έχει να κάνει με ένα μείζον έργο.
Αριβισμός; Κυνικότητα; Αμοραλισμός ή μια πράξη απόγνωσης; Ό,τι και να πει κανείς για την Τζουν θα μπλέξει με την τρεμάμενη ψυχοσύνθεση ενός συγγραφέα που βλέπει λίγο φως στη βουλιαγμένη καριέρα του.
Θρίλερ
Μόνο που αυτό είναι μόλις η αρχή του θρίλερ. Διότι, κατ’ ουσίαν, το μυθιστόρημα της Κουάνγκ έχει αρκετά στοιχεία από ένα καθαρότατο ψυχολογικό θρίλερ. Θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ως έχει.
Έπειτα από προτροπή του εκδότη, η Τζουν αλλάζει ταυτότητα. Γίνεται η Τζούνιπερ Σονγκ, ένα όνομα που παραπέμπει στην Κίνα, αν και η ίδια ουδεμία σχέση έχει με τη χώρα. Μόνο έτσι, όμως, θα γίνει πιστευτή η αυθεντικότητα της ιστορίας της.
Ακολουθεί ένας εκδοτικός πυρετός: το βιβλίο καρφώνεται στα μπεστ σέλερ των New York Times, η διαφήμιση ραίνει με χρυσόσκονη τη Σονγκ, ενώ ακόμη και κάποιοι παραγωγοί του Χόλυγουντ ενδιαφέρονται για το βιβλίο.
Όλα θα μπορούσαν να πάνε πρίμα, αν δεν εμφανίζονταν διάφοροι που αμφισβητούν την πατρότητα του βιβλίου.
Όλα θα μπορούσαν να πηγαίνουν πρίμα, αν δεν εμφανίζονταν διάφοροι που αμφισβητούν την πατρότητα του βιβλίου. Η Σονγκ μπλέκει σε έναν κυκεώνα από κακοήθειες, επιθέσεις κάτω από τη ζώνη και εμπρηστικές αναρτήσεις στα social media, με τους χρήστες να θέλουν να την κατασπαράξουν.
Με αρκετά «τραύματα» καταφέρνει να ξεπεράσει την καταιγίδα, αλλά δεν φαίνεται να πτοείται. Το επόμενο βιβλίο της περιέχει μια αυτούσια σκηνή που είχε γράψει κάποτε η Λιου.
Ο κλοιός
Η Σονγκ/Χέιγουορντ την παίρνει δίχως αιδώ και αρχίζει να φτιάχνει ένα ακόμη βιβλίο από τα νάματα της φίλης της. Αυτή τη φορά, όμως, ο κλοιός σφίγγει ακόμη περισσότερο. Οι αποκαλύψεις έρχονται η μια μετά την άλλη, οι απειλές εναντίον της επίσης, ενώ εμφανίζεται από το πουθενά ο λογαριασμός της Λιου στο Instagram να είναι ενεργός και να στέλνει μηνύματα μόνο στη Σονγκ.
Έχουμε να κάνουμε με νεκρανάσταση ή με κάποιο κόλπο της πεθαμένης, που, ενδέχεται, να μην έχει πεθάνει; Η παράνοια της Σονγκ δεν έχει τέλος. Βρίσκεται επί ξύλου κρεμάμενη, καθώς είναι σφόδρα πιθανό να γίνει έρμαιο της απάτης της, να χάσει όλα τα προνόμιά της, να την εγκαταλείψει ο εκδοτικός της και να την αποδιώξει ο ατζέντης της.
Η αποκάλυψη
Ποιος κρύβεται πίσω από όλα αυτά; Ποιος της στέλνει μηνύματα από το υπερπέραν; Όλα, φυσικά, θα αποκαλυφθούν και, προφανώς, δε χρειάζεται να καταγραφούν εδώ. Το επιμύθιο είναι ότι η Σονγκ, έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου, αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία της θέλοντας έτσι να ξεμπροστιάσει τους πάντες. Ακόμη και τον εαυτό της. Ακούγεται γενναίο, αλλά και πάλι, δεν είναι εύκολο να μπεις στο μυαλό ενός συγγραφέα.
Έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου, αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία της θέλοντας έτσι να ξεμπροστιάσει τους πάντες. Ακόμη και τον εαυτό της. Ακούγεται γενναίο, αλλά και πάλι…
Το μυθιστόρημα αυτό της Ρ.Φ. Κουάνγκ καρφώθηκε με τη σειρά του στα μπεστ σέλερ των NY Times, άρα μιλάει εκ του ασφαλούς. Ή, αν θέλετε, κάνει μια προβολή της μυθοπλασίας στην πραγματικότητα. Αν και το δικό της βιβλίο είναι πέρα για πέρα πρωτότυπο.
Εδώ δεν συμβαίνουν αυτά…
Για τον μέσο Αμερικανό αναγνώστη, αυτό το βιβλίο επέχει τη θέση μιας σφοδρής αποκάλυψης. Δείχνει τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού στον εκδοτικό χώρο.
Αμφιβάλλω, όμως, αν ο αντίστοιχος μέσος Έλληνας αναγνώστης μπορεί να γίνει περισσότερο υποψιασμένος. Η χώρα μας, μικρή και ολότελα περιφερειακή, μπορεί, μετά βίας, να διατηρήσει μια εκδοτική βιοτεχνία.
Στα μέρη μας ούτε ατζέντηδες υπάρχουν για να αναλάβουν τις τύχες των συγγραφέων, ούτε εφημερίδες που καθορίζουν τα εκδοτικά πράγματα, ούτε αναγνώστες στα social media που μπορούν να επηρεάσουν τόσο δραστικά τις απόψεις του κοινού. Αν, δε, μιλήσουμε για δικαιώματα και κινηματογράφο, τότε είμαστε έτη φωτός μακριά.
Επίσης, οι δικοί μας εκδοτικοί οίκοι είναι περισσότερο φίλιοι προς τους συγγραφείς. Προφανώς και θέλουν κέρδος (ποιος δεν το θέλει;), αλλά όχι, δεν κατασκευάζουν έναν συγγραφέα με την προϋπόθεση να τον μοσχοπουλήσουν στο παζάρι. Επομένως, το βιβλίο της Κουάνγκ μπορείς να το διαβάσεις στη λογική «για δες τι συμβαίνει στις ΗΠΑ». Τω όντι, είναι τόσο αμερικάνικο που παύει να λειτουργεί ως υπόδειγμα για όλους. Όχι, εδώ δεν γίνονται τέτοια.
Το μυθιστόρημα της Κουάνγκ έχει μπόλικη δόση ίντριγκας, κάτι που εξηγεί γιατί εκτοξεύτηκε στα ευπώλητα. Είναι έξυπνο, έχει ρυθμό και αρκετά πιασάρικες σκηνές για να τραβήξουν το βλέμμα σου. Αλλά όχι, δεν μιλάμε για λογοτεχνία αιχμής. Είναι αυτό που είναι και έτερον ουδέν.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ρεμπέκκα Φ. Κουάνγκ (γεν. 1996) μεγάλωσε στο Ντάλας του Τέξας και σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν και Σινολογία στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Κέιμπριτζ και του Γέιλ.
ν
Στα 28 της χρόνια, η Κουάνγκ έχει γράψει τέσσερα μυθιστορήματα φαντασίας εμποτισμένα με κινεζική ιστορία. Image: Supplied
v
Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο The Poppy War εκδόθηκε το 2018 και ήταν ο πρώτος τόμος μιας τριλογίας (υπό έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη), η οποία ολοκληρώθηκε με τα The Dragon Republic (2019) και The Burning God (2020).
To 2022 κυκλοφόρησε το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημά της, με τίτλο Babel (υπό έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη), για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Blackwell’s (2022), το Βραβείο Nebula (2022), το Βραβείο Μυθοπλασίας στα Noobies (Βρετανικά Βραβεία Βιβλίου, 2023) και το Βραβείο του περιοδικού Locus.
Πηγή: Bookpress
ν